Πώς ο Woody Allen κάνει ακόμα κινηματογράφο | Της Κατερίνας Χατζοπούλου

Μιλούσα με μια φίλη που συχνά πάμε μαζί σινεμά για την καινούργια ταινία του Woody Allen, την οποία δεν είδαμε μαζί. Στην αρχή διαφωνήσαμε, εμένα μου φάνηκε εξαιρετικά εύστοχη ενώ εκείνης τετριμμένη και εκτός του πλαισίου που θα την άγγιζε “τι με νοιάζει εμένα η πτώση μιας μεγαλοαστής;”. Στη συνέχεια όμως καταλήξαμε πως λέγαμε ακριβώς το ίδιο πράγμα.

Σε έναν ήδη - και εξ'ορισμού - σπασμένο κόσμο που καταρρέει πια, η Jasmine βρίσκεται χήρα και χρεοκοπημένη στο αεροπλάνο, στην πρώτη όμως θέση (οι συνήθειες δύσκολα ξεπερνιούνται), μιλώντας ακατάπαυστα σε μια άγνωστη πηγαίνοντας προς το σπίτι της αδερφής της. Απ'το Upper-East Side στο San Francisco (απ' τασαλόνιαστ'αλώνια). Η έκπτωτη αστική τάξη βρίσκει καταφύγιο στο προλεταριάτο, στην αδερφή της δηλαδή, την Ginger, και τον κοινωνικό της κύκλο. Οι αδερφές, και οι δύο υιοθετημένες, φαίνονται σαν ξένες που πρέπει να ξανασυστηθούν, ενώ απ'την αρχή φαίνεται μια αυθαίρετη εύνοια προς την Jasmine “είχε τα καλά γονίδια” και μια επικριτική νεοκαντιανή στάση προς την Ginger “ποτέ δε διεκδίκησε αυτά που της αξίζουν”. Το στόρι είναι το προφανές, η κατάρρευση της Jasmine και η προσπάθειά της να σταθεί στα πόδια της είτε με δρόμους νέους γι'αυτήν, ακολουθώντας τις συμβουλές της ντέκαντεντ αδερφής της, είτε με τη δική της πεπατημένη, να είναι δηλαδή η γυναίκα “προκάτ” για τον οποιονδήποτε πετυχημένο και ανερχόμενο κάποιον. Κατά τη διάρκεια της ταινίας μαθαίνουμε με flash-back για ποιο λόγο η γυναίκα αυτή, η ερωμένη του τίποτα σε επαγγελματικό επίπεδο, φτάνει σε αυτό το σημείο (οι οδηγίες του σκηνοθέτη εξ'αρχής προς την Cate Blanchett ήταν: “και μην ξεχνάς, είναι τρελή”) και το τέλος της, με μορφή κύκλου, αφήνει καταρρακωμένη την Jasmine σε ένα παγκάκι να μιλάει σε μια ακόμα άγνωστη γυναίκα. 

Ο Woody Allen για μια ακόμα φορά αγαπάει και αβαντάρει τις γυναίκες του, η Cate Blanchett κυριαρχεί στα 98 λεπτά της ταινίας εκφράζοντας το αίσθημα του εγκλωβισμού, του αδιεξόδου και της άρνησης σε μια ερμηνεία για την οποία θα περπατήσει το κόκκινο χαλί. Όλο το καστ είναι επιλεγμένο εξαιρετικά, ντυμένο κύρια με θεατρικούς ηθοποιούς και δύο stand up comedians έξω απ'τα συνηθισμένα τους, χωρίς όμως να χάνει κανείς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Όλοι μαζί φτιάχνουν μια ομάδα ανθρώπων εγκλωβισμένων έκαστος στο μικρόκοσμό του, όλοι τους πνιγμένοι μέσα σε μια ψευδαίσθηση ευτυχίας που δεν μπορούν να συμβιβάσουν με την πραγματικότητα, ο παραλογισμός της ζωής δηλαδή. Αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που κάνει την υπέρβαση στην ταινία αυτή, η καθολικότητα που πετυχαίνει, καθότι το στόρι, αν και ενδιαφέρον, δεν αποτελεί καμία πρωτοτυπία, άλλωστε στα μέρη μας το έχουμε δει και χειρότερα και με άφθονο χιούμορ (βλέπε Βίκυ Σταμάτη). Η αποδόμηση των στερεοτύπων και των ρόλων (κοινωνικών αλλά και κινηματογραφικών) είναι το καθολικό μήνυμα που μας δίνει ωμά ο μισάνθρωπος νευρικός εραστής στην ίσως πιο βάρβαρη αλλά συνάμα και πιο ανθρώπινη ταινία του. Το λεωφορείον ο πόθος συναντάει την Annie Hall και ο σκηνοθέτης για μια ακόμα φορά μας καλεί να δούμε the whole picture και όχι την περιορισμένη δική μας οπτική/αλήθεια (whatever works).

Είναι μια ταινία γεμάτη από στερεότυπα, η εικόνα της υστερικής πλουσίας, των βαβουριόζικων και άξεστων προλετάριων με την καλή καρδιά αλλά και τη στασιμότητα, του αστού απατεώνα που απατάει τη γυναίκα του παρέχοντάς της τα πάντα, που τον προδίδει όμως τελικά η ματαιοδοξία του για μια πιτσιρίκα, ο ανερχόμενος πολιτικός, ευγενής και όμορφος με τα μεγάλα σπίτια και τα ταξίδια που αποζητάει μια γυναίκα εργαστηρίου που θα ταιριάζει στο κάδρο του, η κιτς αισθητική της ρηγμένης αδερφής, μέχρι και η ερμηνεία της “τρέλας” και της υστερίας της θλιμμένης Jasmine αποτελεί στερεότυπη εικόνα της πάθησης αυτής. Όλα τα στοιχεία είναι προκάτ, στερεότυπα και κανένα απ'αυτά δεν αποτελεί κομμάτι της σωτηρίας, μόνο κομμάτι του προβλήματος. Δε δίνεται καμία λύση, δε μας την παρέχει η ταινία, τουναντίον μας ζητάει να βρούμε τρόπους διεξόδου απ'το αδιέξοδο με άλλους τρόπους, έξω απ'τα έτοιμα, τα επιβαλλόμενα, τα μαθημένα, σα μια αρχαία τραγωδία χωρίς την κάθαρση.

Όσο η Jasmine νιώθει ξεχωριστή έχοντας χτίσει όλη της τη ζωή πάνω σε ένα ψέμα και μια εικόνα (μέχρι και το όνομά της), θα παίρνει ηρεμιστικά χάπια και θα πίνει αλκοόλ, άλλο τόσο η Ginger θα είναι ήρεμη σε ένα πιο ανθρώπινο πλαίσιο, πάντα στάσιμη και χωρίς καμία προοπτική καλυτέρευσης, δημιουργικότητας ή εξέλιξης. Και οι δύο στη σύγκρουση μεταξύ τους και με την πραγματικότητα θα χάσουν την ισορροπία τους. Θα προσπαθήσουν όμως να συνεχίσουν παίρνοντας στοιχεία απ'το άλλο μοντέλο, αυτό που τους είναι ξένο και θα φάνε τα μούτρα τους, θα συμβιβαστούν άλλοι, άλλοι θα τρελαθούν, την ευτυχία και την ηρεμία δε θα τη βρει κανείς.

Είναι μια ταινία που ζητάει άλλους τρόπους διαφυγής, δεν έχει τέλος η ιστορία, φεύγεις όμως με έναν προβληματισμό. Τι και αν δεν είσαι η έκπτωτη αστή ή η προλετάρια, είσαι πιθανώς σε άλλη τάξη και είδες και τον εαυτό σου να καταρρέει σε αυτά τα 98 λεπτά, σε σκούντηξε ξανά ο Woody να βρεις τρόπο να ξεφύγεις απ'τον εαυτό σου.  

 

Κατερίνα Χατζοπούλου
 
Σπούδασε στη Φιλοσοφική της Αθήνας και διδάσκει ισπανικά.