Μίκη… τ’ ακούς; | Της Μαρίας Λεβέντη

Ιούλιος του 1975.

Θα ‘μουν δε θα ‘μουν 5 χρονών τότε. Πόσες μνήμες μπορεί να έχει ένα παιδάκι από αυτή την ηλικία; Λίγες! Λίγες αλλά σημαντικές, ιδιαίτερες και έντονες. Έτσι κι εγώ θυμάμαι εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα στο γήπεδο του Πανελευσινιακού. Δεν είχα ξαναπάει σε γήπεδο, πόσο μάλλον σε συναυλία.

Κόσμος! Κόσμος πολύς.

Ήταν όλοι χαρούμενοι, μιλούσαν δυνατά πηγαινοέρχονταν, αγκαλιάζονταν κι έλεγαν κάτι παράξενα πράγματα που δεν καταλάβαινα πολύ καλά για την ελευθερία.

Όταν πια το γήπεδο είχε γεμίσει ασφυκτικά, άναψαν τα φώτα στη σκηνή και μια μουσική χωρίς λόγια άρχισε ν’ ακούγεται από κάπου που δεν μπορούσα να δω. Σηκώθηκα όρθια για να δω τι γίνεται και τότε πρωτοαντίκρισα τη φιγούρα του. Ένας μεγαλόσωμος άντρας με φουντωτά μαλλιά και γυρισμένη την πλάτη του σ’ εμάς κουνούσε τα χέρια του πέρα, δώθε και κάποιες στιγμές τρανταζόταν κι ολόκληρος.

Κάθε φορά που έκανε μια συγκεκριμένη κίνηση με το χέρι του η μουσική σταμάταγε και το γήπεδο όλο ξέσπαγε σε χειροκροτήματα. Ακόμα και οι τραγουδιστές που ανέβαιναν στην σκηνή για να τραγουδήσουν, ξεκινούσαν και σταμάταγαν από ένα νεύμα ή μια κίνησή του.

Είχα μαγευτεί από αυτή την παρουσία. Όταν μπόρεσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του ρώτησα τη γιαγιά μου:

-          Ποιος είναι αυτός γιαγιά;

-          Ο Μίκης, Μαράκι. Αυτός είναι ο Μίκης μας, κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.

-          Γιατί κλαις γιαγιά τι σου ‘κανε αυτός με το περίεργο όνομα;

-          Κλαίω από χαρά καρδιά μου. Αυτός με το περίεργο όνομα όπως λες με συγκινεί.

Αυτός με το περίεργο όνομα τραγουδάει για την ελευθερία μας.

 

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της κι όλο το γήπεδο είχε σηκωθεί όρθιο στις κερκίδες τραγουδώντας: «Σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.

Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει… και πάλι

Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει.»

 

Φωνές, γέλια, κλάματα, χειροκροτήματα. Άλλοι σήκωναν τα χέρια τους ψηλά άλλοι χτύπαγαν τα πόδια τους με το ρυθμό. Δεν υπήρχε ένας, ένας που να μην συμμετείχε «ψυχή τε και σώματι» σ’ αυτό το ξεσηκωμό.

Από εκείνο τον Ιούλιο του ’75 όταν σκέφτομαι τη λέξη ελευθερία στο μυαλό μου έρχεται αυτή η εικόνα. Ένα γήπεδο όρθιων ανθρώπων να τραγουδάνε με τα χέρια γροθιά, κλαίγοντας και γελώντας μαζί.

Από εκείνο τον Ιούλιο του ’75 όταν ακούω ή διαβάζω κάτι για τον Μίκη Θεοδωράκη θυμάμαι πάντα πρώτα εκείνη την αρχική εντύπωση: Τον μεγαλόσωμο άντρα με τα φουντωτά μαλλιά και τη γυρισμένη πλάτη που τους έφερνε βόλτα όλους… μ’ ένα του βλέμμα.

Τα χρόνια πέρασαν. Άκουσα, διάβασα κι έμαθα για το Μίκη πολλά. Μια τόσο ισχυρή προσωπικότητα όπως αυτός άλλωστε δεν θα μπορούσε να περάσει ποτέ και σε καμία εποχή απαρατήρητος.

Και φτάνουμε στην προηγούμενη Τρίτη, 14 Μαΐου 2013..

Επίσημη πρεμιέρα του πολιτιστικού γεγονότος της χρονιάς, της παρουσίασης που είναι αφιερωμένη στη ζωή και το έργο του Μίκη «Ποιος τη ζωή μου».

Όταν ξεκίνησα να πάω στην παράσταση δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα βίωνα εκείνο το βράδυ.

Ήταν όλα άρτια σχεδιασμένα, τόσο η οργάνωση, όσο και η εκτέλεση. Ο ένας καλύτερος από τον άλλο. Δεν βαρέθηκα ούτε μία στιγμή. Ήταν τόσο καλή η ροή που το ενδιαφέρον μου ήταν συνέχεια εκεί. Ένιωθα σαν να ζούσα κι εγώ τη ζωή του από κοντά.

Κάποια στιγμή δε, μεταφερόμαστε στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται η μητέρα του με άνοια. Είχε τόσο στεναχωρηθεί από τα χτυπήματα που είχε υποστεί στη ζωή της τόσο η ίδια όσο κι ο αγαπημένος της Μίκης που δεν άντεξε και κρύφτηκε μέσα σ’ ένα δικό της κόσμο. Ο Μίκης πήγε να τη δει μετά από καιρό απουσίας. Δεν τον αναγνώρισε, τον φοβήθηκε, τον έδιωχνε.

Και τότε της είπε το συγκλονιστικό «Μάνα! Κοίτα με στα μάτια μαμά». Αυτό ήταν. Το βλέμμα του ήταν αρκετό για να τη βγάλει από το πεδίο της λήθης. Η Φιλαρέτη Κομνηνού ως μάνα και ο Άρης Λεμπεσόπουλος ως Μίκης απέδωσαν με τόσο συγκλονιστικό τρόπο τη σκηνή αυτή που εμένα με σημάδεψε.

Αυτό το βλέμμα που χρόνια αργότερα το είχα δει στο γήπεδο του Πανελευσινιακού να χειρίζεται εμπνέοντας μουσικούς, τραγουδιστές και κοινό.

Ένα παράθυρο στη μνήμη μου άνοιξε εκείνη τη στιγμή. Θυμήθηκα εκείνη την ηρωική συναυλία, την πρώτη συναυλία του Μίκη στην Ελλάδα μετά την μεταπολίτευση, που έγινε στην Ελευσίνα.

Θυμήθηκα τον παλμό του κόσμου. Θυμήθηκα το πώς τραγουδούσαν όλοι το «Σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες».

Λίγη ώρα αργότερα ο Κώστας Μακεδόνας τραγούδησε το τραγούδι αυτό. Το τραγουδούσαν όλοι στο θέατρο. Χειροκροτούσαν όλοι δυνατά κι ίσως κάποιοι να είχαν σηκωθεί όρθιοι.

Υπήρχε παλμός, υπήρχε ενθουσιασμός αλλά όχι όπως τότε.

Χωρίς δεύτερη σκέψη συνέκρινα τις δύο εποχές.

Που πήγε ο ενθουσιασμός μας σκέφτηκα. Που πήγε ο παλμός;

Πως μπόρεσαν κι έκλεψαν τη δύναμή μας;

Ποιοiκαι γιατί λεηλάτησαν τη ψυχή μας;

Φεύγοντας από την παράσταση ένιωθα μεγάλη ικανοποίηση για τρεις λόγους.

Πρώτον για όλη αυτή την ποιοτική παράσταση που είχα παρακολουθήσει.

Δεύτερον για όλα αυτά που είχα βιώσει και είχα σκεφτεί χάρη σ’ αυτή τη παρουσίαση.

Και τρίτον γιατί είχα θυμηθεί.

Η ενθύμηση είναι για ‘μένα το εφαλτήριο για την αρχή της αλλαγής.

Θυμήθηκα κάτι που είχα ζήσει.

Θυμήθηκα κάτι που είχα πιστέψει.

Θυμήθηκα κάτι που είχα δει.

Κι έτσι απλά αποφάσισα να συνεχίσω να ελπίζω πως… όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες…

Μίκη τ’ ακούς;

 

Η Μαρία Λεβέντη είναι ψυχίατρος και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Ελευσίνα, στην πόλη των ελευσινίων μυστηρίων, της Δήμητρας, της Περσεφόνης και του Αισχύλου.

Το πνεύμα αυτής της πόλης επηρέασε πολύ την έμπνευσή της και τη δημιουργικότητά της. Ακόμα και το ποια είναι σήμερα η Ελευσίνα , αποτελεί για την κ. Λεβέντη πηγή έρευνας και μελέτης, διότι πιστεύει βαθιά μέσα της, πως τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτη της βιβλίο με τίτλο :«Φαντασία η μεγάλη Diva», από τις εκδόσεις Χρυσαλλίδα. Για περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ. http://www.sferiki.gr/web/sferiki/book