http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/rotator.anagnostougk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/gk-is-145link
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/EVAGGELIOU.voithathrwpoicovergk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/pangalosgk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/tsokoscovergk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/mandalicover678gk-is-145.jpglink
0 1 2 3 4 5

Δυο γεύσεις κι ένα μπαγδατί – Μέρος Β της Μαίρης Μανδάλη

…κι ένα μπαγδατί

Ακόμα και κάτω από το βάρος των έξι χρόνων μου υποχωρούσε ελαφρώς το πάτωμα στο μεγάλο σαλόνι. Αυτό που κρατούσαν συνήθως κλειστό, αυτό που άνοιγαν μόνο σε ειδικές περιστάσεις. Εγώ αυτές τις περιστάσεις, λέξη όχι με σαφήνεια εγκατεστημένη μέσα μου, τις είχα για καλό πράγμα. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, ονομαστικές γιορτές και τον αρραβώνα της Φανής, αυτόν τον τελευταίο πολύ τον είχα ευχαριστηθεί, αν και εκείνη τη βραδιά το πάτωμα στέναζε από τη χαρά, με τρόμαζε λίγο έτσι που βυθιζόταν κι έτριζε.

Το μεγάλο νεοκλασικό του θείου Θεοχάρη, «μεγάλος» θείος, του παππού μου ο μεγάλος αδελφός, αυτό με σαφήνεια εγκατεστημένο μέσα μου, πάντα με γοήτευε. Τα ψηλά ταβάνια με τα πολύχρωμα σχέδια, τα σκαλιστά έπιπλα, μα πάνω απ’ όλα οι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι, σαν από παραμύθι φάνταζαν βγαλμένα. Με το σπίτι είχα συνδυασμένα τέσσερα πράγματα: τα μαγικά κρύσταλλα που έλαμπαν στο φως, το μυστηριώδες τρίξιμο του ξύλινου πατώματος, την κυρία Λουλού, από το Λελούδα, που φρόντιζε το θείο Θεοχάρη -χρόνια χωρίς γυναίκα ο καημένος- και που ποτέ δεν είχα δει έξω από την κουζίνα και το κίτρινο παγωτό της.

Τι γεύση είχε; Μη με ρωτήσετε! Τέλεια! Ακόμα μπορώ να την επαναφέρω στη μνήμη μου, ποτέ και πουθενά δεν την ξαναβρήκα. Πάντα με περίμενε ένα μεγάλο κομμάτι, χειμώνα-καλοκαίρι, αυτό ίσως ήταν ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση. Πόσα παιδιά μπορούσαν να καυχηθούν πως έτρωγαν παγωτό στο καταχείμωνο! Εκείνη την ημέρα είχα πάρει το μπολ μου και είχα ακολουθήσει τη μαμά μου στο καθιστικό. Ο μπαμπάς μου προσπαθούσε να πείσει το θείο Θεοχάρη, να προχωρήσει σε επισκευές που χρειαζόταν το σπίτι. Το πάτωμα του μεγάλου σαλονιού, ήθελε φτιάξιμο. Το μπαγδατί της οροφής του υπογείου από κάτω δεν είχε γύψινα και ζωγραφιές, μπορούσε να ξηλωθεί, να αντικατασταθούν, ή έστω να ενισχυθούν οι σανίδες του πατώματος. Όλα τα είχα καταλάβει. Η λέξη δε «μπαγδατί» ήχησε μυθική στ’ αυτιά μου.

«Άμα πεθάνω!» ήταν η απάντηση του θείου. Την περίμενα ακόμα κι εγώ. Άμα του έλεγες κάτι να φτιαχτεί στο σπίτι, κάτι να αλλάξει, κάτι έστω να μετακινηθεί, αυτό έλεγε πάντα. «Άμα πεθάνω!».

Γύρισα με το άδειο μπολ στην κουζίνα. Άλλο με έκαιγε εμένα.

«Κυρία Λουλού, πώς το λένε το παγωτό σου;»

«Δεν έχει όνομα καρδιά μου! Θέλεις να του βρεις εσύ ένα;»

«Θέλω! Από αύριο, θα το λέμε μπαγδατί!»

Έφαγα πολλά μπαγδατί στο σπίτι του θείου Θεοχάρη, σε πολλές περιστάσεις χαράς. Μέχρι που κατάλαβα πως περιστάσεις υπάρχουν και λύπης. Εγώ την είχα προλάβει την είδηση στον μπαμπά μου, με εκείνο τον τρόπο τον κυνικό, που έχουν τα παιδιά με το θάνατο. Τον ευθύ, τον απόλυτο… «Μπαμπά, ο θείος Θεοχάρης πέθανε!»

Τον είχαν βάλει στο μεγάλο σαλόνι, ξαπλωμένο στο φέρετρο και περνούσαν και τον έβλεπαν. Εμένα δεν με άφησαν να μπω, ούτε να δω. Θα ήθελα όμως να τον αποχαιρετήσω. Μου είχε την τελευταία φορά, όπως πάντα, φιλήσει την κορυφή του κεφαλιού, γιατί τα παιδάκια έλεγε δεν είναι καλό να τους φιλάνε τους γέρους, ποτέ δεν το καταλάβαινα αυτό και τώρα είχα μετανιώσει που δεν τον είχα αγκαλιάσει σφιχτά. Πρόλαβα να δω τη Φανή, την εγγονή του, που έκλαιγε δίπλα στο φέρετρο, απαρηγόρητη! Ύστερα με τράβηξε από το χέρι η κυρία Λουλού, για πρώτη φορά έξω από την κουζίνα της και με οδήγησε γρήγορα πίσω σ’ αυτή! Σκέφτηκα, πως η κουζίνα ήταν για την κυρία Λουλού, ότι η θάλασσα για τα ψάρια. Δεν μπορούσε να ζήσει για πολλή ώρα έξω απ’ αυτή.

Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Είχε κλάψει, σκέφτηκα. Σταύρωσα τα χεράκια μου στο τραπέζι απέναντί της κι έκρινα πως έπρεπε να επαναλάβω τα λόγια της μαμάς μου, ξεσηκώνοντας όσο καλύτερα μπορούσα το ύφος της και το κούνημα του κεφαλιού.

«Πάει κι ο θείος Θεοχάρης…!»

Τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που περίμενα. Η κυρία Λουλού ξέσπασε σε γέλια μέχρι που έτρεξαν τα μάτια της. Ναι, γελούσε, δεν έκανα λάθος. Χαμογέλασα. Μου άρεσε να κάνω τους άλλους να γελούν, ειδικά όταν ήταν στενοχωρημένοι. Σηκώθηκε από την καρέκλα της και πήγε στο ψυγείο.

«Κάτσε, νομίζω έχει μείνει λίγο μπαγδατί, να σου βάλω!» μου είπε.

Στην τρίτη όμως μπουκιά, σταμάτησε ο χρόνος.

Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Τον ακολούθησαν φωνές, γυναικείες στριγκλιές, ποδοβολητά. Η κυρία Λουλού ούρλιαξε «Σεισμός Παναγία μου!» και με άρπαξε για δεύτερη φορά εκείνη τη μέρα από το χέρι. Πεταχτήκαμε στην αυλή. Τρέξαμε μπροστά, να βγούμε στο δρόμο. Δεν προλάβαμε.

Σεισμός δεν ήταν. Είδα τον μπαμπά μου να κατεβαίνει τα σκαλιά πλάι στην είσοδο για το υπόγειο. Κι άλλοι ακολουθούσαν. Φώναζαν να τηλεφωνήσουν σε νοσοκομειακά, στην πυροσβεστική. Είδα τη μαμά μου να βγαίνει από το σπίτι, να τρέχει προς το μέρος μου. Με πήρε αγκαλιά, ενώ ταυτόχρονα έλεγε πράγματα που δεν καταλάβαινα, στην κυρία Λουλού.

Υποχώρησε το δάπεδο; Τι θα πει; Βρέθηκε το φέρετρο με το νεκρό κι όσους ήταν κοντά του, στην τεράστια τρύπα… στο υπόγειο... Δεν φαίνεται να έχει πάθει κανείς κάτι σοβαρό!

«Το σπίτι άντεξε όσο ο θείος! Ούτε μέρα παραπάνω!»

Την είδα την τρύπα στο πάτωμα. Όταν μάζεψαν τον νεκρό από το υπόγειο, όταν μετέφεραν στο νοσοκομείο όσους χρειάζονταν πρώτες βοήθειες, όταν κατακάθισε η σκόνη. Είχε ανοίξει στο μέσο του δωματίου, με τουλάχιστον δύο μέτρα διάμετρο. Σταθήκαμε στην πόρτα, η μαμά, η κυρία Λουλού κι εγώ στη μέση, άφωνες. Είχαν κι οι δυο τους κλείσει το στόμα τους με τη χούφτα τους, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσουν την καταστροφή, τη στιγμή, την ειρωνεία!

Αισθάνθηκα υποχρέωσή μου κάτι να πω. Θυμήθηκα το παγωτό μου που θα είχε λιώσει πια, θυμήθηκα το αιώνιο «Άμα πεθάνω!» του θείου, θυμήθηκα τα λόγια το μπαμπά μου. Έφερα με την απαραίτητη σοβαρότητα τη χούφτα μου κι εγώ στο στόμα, πήρα το ίδιο ύφος που είχα καλά ξεσηκώσει…

«Πάει και το μπαγδατί…!» μονολόγησα.

Μα πάλι δεν έπιασε. Τις είδα και τις δύο, να πέφτουν στα γόνατα, με τα μάτια τους γεμάτα δάκρυα, μα όχι από κλάμα. Από γέλιο. Γελούσαν νευρικά, ασταμάτητα, χωρίς ανάσα.

Δεν πείραζε. Χαμογέλασα.  Μου άρεσε να κάνω τους άλλους να γελούν, ειδικά όταν ήταν στενοχωρημένοι.

Άραγε, να είχε μείνει καθόλου μπαγδατί;   

 

Η Μαίρη Μανδάλη είναι Συγγραφέας και Πολιτικός Μηχανικός

Facebook:Μαίρη Μανδάλη

Facebook Page:Το φως των πλάνων αστεριών • Μαίρη Μανδάλη

http://www.vassosotiriou.gr/%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CF%81%CE%B7-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CE%B1%CE%BB%CE%B7/