Λέξεις που κόλλησαν στα χείλη της Χριστίνας Καλογεροπούλου

Λέξεις, λέξεις, λέξεις.. Γέμισε ο κόσμος λέξεις. Λέξεις γράφονται συνεχώς γεμίζοντας τα ράφια των βιβλιοπωλείων με βιβλία. Σχεδόν 7000 νέοι τίτλοι βιβλίων κάθε χρόνο. Τόσες και τόσες παραστάσεις θεάτρου. Γράφονται και ξαναγράφονται σενάρια, οι ηθοποιοί γεμίζουν το στόμα τους και αυτοί με λέξεις και απλόχερα τις χαρίζουν στους θεατές. Και οι θεατές, εκστασιασμένοι, ρουφούν αυτές τις λέξεις για να εγκολπωθούν βαθιά μέσα στην ψυχή τους. Μελωδίες αντηχούν και ταξιδεύουν στον αιθέρα. Ταλαντούχες φωνές αγγίζουν νότες και τραγουδούν σκοπούς μέχρι να κοπεί η φωνή τους από τη συγκίνηση. Και άλλες λέξεις, γέμισε ο κόσμος λέξεις..

 

Ίσως η τέχνη λοιπόν να είναι κάτι παραπάνω από απόλαυση. Ίσως να είναι επικοινωνία. Μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο, συναίσθημα που γεμίζει την ψυχή, ένα φλύαρο δάκρυ.. Τρυφερές λέξεις που ίσως δεν μπορείς να αρθρώσεις κοιτάζοντας τους άλλους κατάματα. Γι’ αυτό και γράφονται..  

 

«Δεν θα γράφεις όταν δεν έχεις κέφι χρυσό μου κορίτσι, ούτε όταν δεν έχεις τίποτα να πεις. Δεν θα ήταν καλό να βάλουμε στη ζωή μας καταναγκαστικά έργα, όσο μικρά και να’ναι.»  ψιθυρίζει γλυκά ο πολυαγαπημένος μου Γιώργος κι εγώ σαν δεύτερη Μαρώ καταλαβαίνω τι εννοεί.

 

Αλήθεια, ποιος γράφει απλώς για να φλυαρήσει; Πολλοί. Ποιος μιλά όμως αληθινά με τις λέξεις του; Ελάχιστοι. Αυτοί που έχουν κάτι να πουν, μα που κολλάει στα χείλη και γλιστράει εν τέλει στο χαρτί. Που η ψυχή τους βουρκώνει και δεν μπορούν να μην αγγίξουν το μολύβι.

‘Γιατί γράφεις;’ είναι η ερώτηση που ακούν.

Η σιωπή είναι αυτό που απαντούν. Μα γιατί δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Οι λέξεις κυλούν στο αίμα τους και δεν τους αφήνουν σε ησυχία.

 

«Αυτοί που γράφουν είναι και οι πιο δυστυχισμένοι. Οι πιο μοναχικοί». Αυτό μου είπε κάποτε κάποια που έγραφε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της να υπάρχει. Και που είχε πράγματι τόσα να πει. Μα φυσικά. Πώς αλλιώς; Υπάρχουν ευτυχισμένοι άνθρωποι που νιώθουν την ανάγκη να γράψουν; Ο ευτυχισμένος ζει την ευτυχία του. Δεν κάθεται να γράψει γι’ αυτή. Δεν έχει λόγο..

Και όλοι όσοι γράφουν κι έχουν γράψει, όλοι δυστυχούν, άραγε;

Μόνο όσοι αξίζουν να διαβαστούν..

 

Έγραφε όμως κάποτε και ο Πεσσόα κάπου.

«Είναι η εξομολόγησή μου, κι αν δε λέω τίποτα, είναι που δεν έχω τίποτα να πω. Τι μπορεί δηλαδή να εξομολογηθεί κανείς που να αξίζει τον κόπο ή που να είναι χρήσιμο; Αυτό που μας έχει συμβεί, είτε συνέβη σ’όλον τον κόσμο είτε μόνο σ’ εμάς. Στην πρώτη περίπτωση δεν έχουμε τίποτα το καινούργιο να πούμε, στη δεύτερη κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει..»

 

Παράταιρο το τίμημα που πρέπει να πληρωθεί για μια σειρά θλιμμένες αράδες. Για μερικές λέξεις που θα αγγίξουν την καρδιά του αναγνώστη. Μακάρι να μην υπήρχαν τόσοι που γράφουν. Και ας αγγίζουν την τελειότητα κάποια από τα έργα τους. Μακάρι οι ακροατές να ήταν περισσότεροι και οι σιωπές μπροστά στους πραγματικούς αποδέκτες όλων αυτών των λέξεων λιγότερες. Εάν σκεφτούμε πως καθετί που γράφουμε έχει κάποιον αποδέκτη, πώς άραγε θα νιώσουμε;

Πνίγουν οι λέξεις οι ανείπωτες και οι βουβές. Και ας νομίζουμε πως η τέχνη είναι επικοινωνία. Ίσως και να είναι. Μα συνήθως είναι η ελπίδα πως ο πραγματικός αποδέκτης θα καταφέρει να καταλάβει τι σημαίνουν οι λέξεις μας..

Θα καταλάβουν, πιστεύουμε.

Θα καταλάβουν, αφελώς, ελπίζουμε..

 

 

Τη λένε Χριστίνα Καλογεροπούλου και γεννήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του Μαΐου. Ζει τη ζωή της όσο πιο έντονα μπορεί. Εμπνέεται και ερωτεύεται τους ανθρώπους. Φετίχ της η λογοτεχνία, η ελευθερία και το κόκκινο κρασί. Περιδιαβάζει τα σοκάκια της Αθήνας και λατρεύει τη νύχτα. Δεν θέλει να την αγαπάνε πολύ, θέλει απλώς να την αγαπάνε.