Πιστεύεις στη Μαγεία;| Της Χριστίνας Πλυτά

«Πιστεύεις στη μαγεία;»

Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ο φίλος μου ο Μάγος. Έτσι του άρεσε να συστήνεται στα παιδιά που τον πλησίαζαν για να τον δουν από κοντά να κάνει αυτό που τότε εκείνα θεωρούσαν «το αδύνατο». Άλλωστε και γω παιδί ήμουν όταν τον γνώρισα... Ήταν την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 2000... 13 χρόνια πριν... Θυμάμαι τον είχα δει στην πλατεία Συντάγματος, έναν 50χρονο άντρα ντυμένο με τα πιο περίεργα ρούχα που οφείλω να παραδεχτώ ότι εξυπηρετούσαν το σκοπό που ήθελε: να μοιάζει σαν να έχει έρθει από άλλους κόσμους... Μαγικούς...

Στεκόταν σε ένα παγκάκι μαζί με τα σύνεργά του, τα τρικ του, τη μουσική του και φυσικά ένα βιβλίο με παραμύθια... Πολλά παραμύθια που όπως έλεγε και ο ίδιος “μιλάνε για ιστορίες με νεράιδες και αστερόσκονες όπου όλα τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα, έναν κόσμο που ξεκλειδώνεται μόνο με τη φαντασία”. Με τη φαντασία; Τι εννοεί; Βρήκα ευκαιρία και τον πλησίασα όταν δε περιτριγυριζόταν από το διψασμένο του κοινό. Πήγα κοντά του.

”Πώς σε λένε;”

“Χριστίνα”.

“Λοιπόν Χριστίνα, πιστεύεις στη μαγεία;”, με ρώτησε απλώνοντας το χέρι του δείχνοντάς μου ένα κέρμα.

“Η μαγεία και τα παραμύθια είναι για τα μωρά. Και εγώ δεν είμαι μωρό. Είμαι 7”, του απάντησα δειλά. Εγώ δεν ήμουν μωρό... Έτσι νόμιζα τότε...

 Η απάντησή μου πρέπει να τον ξάφνιασε. Ή μάλλον η σωστή λέξη είναι “τον απογοήτευσε”. Προσπάθησε να μη το δείξει αλλά δε τα κατάφερε. Δε μίλησε. Γύρισε προς το παγκάκι του και βάλθηκε να ψάχνει κάτι μέσα στην τεράστια, πολύχρωμη τσάντα του. Έπειτα από λίγη ώρα βρήκε αυτό που μανιωδώς έψαχνε. Ήταν ένα μικρό φιαλίδιο που μέσα είχε πολύχρωμους κόκκους χρυσόσκονης, τη λεγόμενη “αστερόσκονη” όπως την αποκαλούσε ο ίδιος. Γύρισε και το έδωσε σε μένα.

 “Δε πειράζει που δε πιστεύεις στη μαγεία. Πιστεύω εγώ και για τους δυο μας. Θέλω να σου δώσω ένα δώρο. Κάθε φορά που νιώθεις ότι δε πιστεύεις στη μαγεία, θα ανοίγεις το μπουκαλάκι, θα βάζεις λίγη αστερόσκονη στο δαχτυλό σου και έπειτα θα το φυσάς να φεύγει το κακό ξωτικό που σου παίρνει τη φαντασία και σε κάνει να μη πιστεύεις στη μαγεία”, μου είπε κλείνοντας το μπουκαλάκι στη χούφτα μου.

 “Κι αν δε φύγει το ξωτικό?”

 “Θα φύγει μην ανησυχείς. Ένα πρέπει να θυμάσαι: η μαγεία κρύβεται μέσα μας.”

Είχε δίκιο ο φίλος μου ο Μάγος. Μπορεί τότε να ήμουν 7 χρονών και να μην ήξερα για τι πράγμα μιλούσε αλλά ποτέ δε ξέχασα τα λόγια του. “Η μαγεία κρύβεται μέσα μας” είχε πει. Μα τι μπορεί να εννοούσε; Μα είναι φυσικό να μη ξέρουμε. Μεγαλώνουμε σε εποχές όπου η φαντασία και η μαγεία είναι έννοιες ασύλληπτες απ’ τους πεζούς ανθρωπάκους που έχουμε καταντήσει. Μας αφήνουν έρμαια στα χέρια απλών λέξεων με μεγάλη εξουσία πάνω στην ανθρώπινη ελευθερία, όπως “υλισμός” και “απομόνωση”. Ρουφάνε κάθε σταγόνα από την παιδική μας ψυχή, την αθώα μας αρμύρα και ξεχνάμε να δούμε τη μαγεία πίσω από τις λέξεις, τους ανθρώπους, τις στιγμές. Μας μάθανε να κοιτάμε το κέλυφος της ζωής χωρίς να αναρωτιόμαστε τι υπάρχει από πίσω, την πηγή της. Κι όμως, αν ανοίξουμε την πόρτα, τι υπάρχει από πίσω? Θα το δούμε; Αν κοιτάξουμε καλύτερα, απαλλαγμένοι από τις επιπόλαιες ματιές με τις οποίες έχουμε μάθει να ζούμε, θα δούμε τον Θησαυρό που κρύβεται στα πιο απίστευτα μέρη, στα πιο απλά μέρη. Το νερό που είναι βαθιά κρυμμένο μέσα σε μια άγονη Γή. Είναι το μυστικό που μοιράστηκε μαζί μας ο Μικρός Πρίγκιπας: μόνο με την καρδιά μπορείς να δεις σωστά, τα σημαντικά πράγματα είναι αόρατα στο ανθρώπινο μάτι. Εμείς γιατί δεν εφαρμόζουμε στη ζωή μας αυτό το μυστικό; Είμαστε εγωιστές; Άπληστοι; Αποπροσανατολισμένοι; Πληγωμένοι; Τι είμαστε;

“Η μαγεία κρύβεται μέσα μας”, λέει. Κάθομαι στο λιμάνι του Πειραιά και ακούω μουσική παρέα με τη θάλασσα. Κοιτάζω γύρω μου και ψάχνω τη μαγεία. Για ποιό πράγμα μιλάει ο Μάγος; Ξανακοιτάζω για δεύτερη φορά γύρω μου. Αυτή τη φορά όμως πιο προσεκτικά. Τα μάτια μου περνάνε από κάθε πρόσωπο, κάθε κίνηση, κάθε σύννεφο, κάθε κύμα. Να τη η μαγεία... Τα πλοία που ταξιδεύουν και χάνονται στη γραμμή του ορίζοντα, εκεί που η θάλασσα συναντάει τον ουρανό και γίνεται η ένωση των δύο κόσμων... Τώρα το βλέπω... Το χαμόγελο ενός παιδιού... Αυτό είναι μαγεία... Μια παρέα που συναντιέται στο καθιερωμένο στέκι της κάθε βδομάδα την ίδια μέρα και στολίζει με το γέλιο της την ατμόσφαιρα... Και αυτό είναι μαγεία... Μια ροκ συναυλία όπου η μουσική γεμίζει και ξυπνάει κάθε κύτταρο της ύπαρξης σου... Ένα φιλί για καληνύχτα... Ένα φιλί για καλημέρα... Η επιστροφή ενός φίλου από ταξίδι που σου λέει ότι του έλειψες, μια αφιέρωση σε ένα παλιό τετράδιο, να ακούσεις εκείνο το ρημάδι το “Σ’αγαπώ” από τα σωστά χείλη που τόσο πολύ επιθυμούσες, μια βόλτα στο λιμάνι του Πειραιά, μια φωτογραφία που σε κάνει να αναβιώνεις κάθε φορά το καλοκαίρι του 2012, το δικό σου καλοκαίρι... Μια αγκαλιά παρηγοριάς, μια κιθάρα και μια παρέα γύρω από μια φωτιά σε κάποια παραλία, ένα σκυλάκι που σου φέρνει τη μπάλα του να παίξετε χωρίς να περιμένει τίποτα από σένα παρά μόνο την αγάπη σου, ένα “ταξίδι” με μια μηχανή στους δρόμους της Αθήνας το βράδυ, στις σκοτεινές εκείνες γωνιές που μας φοβίζουν να τις πλησιάσουμε αλλά έχουν τόσες ιστορίες να μας διηγηθούν, τόσα μυστικά να μοιραστούν μαζί μας σε γκράφιτι πάνω στους τοίχους για έρωτες, πάθη και ψυχές που θα μείνουν για πάντα ερωτευμένες με τη ζωή, το φλερτ ενός όμορφου μπάρμαν που σε πολιορκεί διαρκώς με ένα βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις και παροτρύνσεις να βυθιστείτε σε άγνωστους προορισμούς, να καταφέρνεις να κάνεις κάτι που ο κόσμος έλεγε ότι δε θα καταφέρεις... Μαγεία είναι να στέκεσαι πάνω από την τούρτα των γενεθλίων σου έτοιμη να σβήσεις τα κεράκια και συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις να κάνεις κάποια ευχή γιατί έχεις ό,τι θελεις στη ζωή σου, αυτά που δεν μπορείς να τα αγγίξεις αλλά να τα νιώσεις... “Απλά εύχομαι να μείνουμε για πάντα έτσι” και φυσάς δυνατά. Αυτό είναι μαγεία.

Το μπουκαλάκι με την αστερόσκονη το βρήκα πριν λίγο καιρό σε ένα κουτί με παλιά μου παιχνίδια στο πατάρι. Άθικτο, σκονισμένο και μόνο. Δε το είχα ανοίξει ούτε μια φορά. Θυμήθηκα τότε τον φίλο μου τον Μάγο. Πόσο δίκιο είχε... Και έπρεπε να το μάθει. Πέρασα πολλές φορές από το Σύνταγμα με σκοπό να τον ξανασυναντήσω. Κάποια στιγμή τα κατάφερα. Τον βρήκα ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα, με τα ίδια ρούχα και την ίδια μουσική. Το μόνο που είχε αλλάξει πάνω του ήταν ότι είχε γεράσει κατα 13 χρόνια... Αλλά αυτή η σπίθα που είχε το βλέμμα του δε θα πέθαινε ποτέ. Το ήξερα. Το ένιωθα. Περιτριγυρισμένος από παιδάκια, μίλαγε πάλι για τον κόσμο από τον οποίο είχε έρθει, αυτόν της μαγείας με σκοπό να φέρει και άλλους ανθρώπους γιατί ένιωθε μόνος. Περίμενα να τελειώσει το νούμερό του και όταν άρχισε σιγά σιγά να λιγοστεύει ο κόσμος που τον παρακολουθούσε, τον πλησίασα. Με κοίταξε σιγά σιγά μέσα από τα γυαλιά του παραμυθά που φορούσε και χαμογέλασε.

Με θυμήθηκε.

Το είδα στα μάτια του και ας μη μου το είπε, 13 χρόνια μετά...

Με θυμήθηκε.

Με κατάλαβε από την πρώτη στιγμή.

“Πιστεύεις στη μαγεία;” με ρώτησε απλώνοντας και πάλι το γερασμένο πλέον χέρι του με το κέρμα προς το μέρος μου. Δε ρώτησε καν το όνομά μου. Τα μάτια του ήταν γεμάτα νόημα. Σαν να με περίμενε να ξαναγυρίσω. Σαν να περίμενε ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν αυτή η μέρα της δικαίωσής του. Ίσως γι’ αυτό και να με θυμήθηκε. Επειδή με περίμενε.

Άπλωσα το χέρι μου και αντί να πάρω το κέρμα, του έδωσα το μπουκαλάκι με την αστερόσκονη. “Ναι... Πιστεύω στη μαγεία”, του απάντησα.

 Έκλεισε το μπουκαλάκι στη χούφτα του και χαμογέλασε.

“Καλώς ήρθες στον Κόσμο μου, Χριστίνα”.

 

Της Χριστίνας Πλυτά