Μια ιστορία δίχως όνομα. | Της Γιώτας Μάρκου

Και φαινόταν στα μάτια σου πως θα γίνουμε έτσι. Και φαινόταν στα μάτια μου πως το ήξερα. Και κανείς μας δεν έκανε τίποτε. Μήτε προσπάθησε, γιατί δε φοβόμασταν, σιωπήσαμε από επιλογή και περιμέναμε, λες και ήτανε διαφημίσεις και κάποτε θα τελείωναν για να ξαν’ άρχιζε η ταινία μας. Μα έλα που δεν τελείωναν ποτέ. Και απλά συνεχίζουν και συνεχίζουν και περνά ο καιρός και μεγαλώνουν τα συναισθήματα και διαγράφονται οι αναμνήσεις και καταπατούνται από άλλες. Ναι όλες από επιλογή- επιλογές που κάνουμε εν μέρει. Εν μέρει αυτό, εν μέρει εκείνο. Τι στο καλό; Μια ζωή με τούτο και με κείνο.. Ναι κάτι χρειαζόμουν… Αυτό χρειαζόμουν τώρα πιο πολύ. Να κοιμηθώ. Να ζήσω τα σενάρια που η ζωή˙ μου αρνήθηκε, ή που δεν μου έδωσε τόσο απλόχερα!

Και συζητάμε και γελάμε και άκρη δεν βγάζουμε. Όσα τραγούδια και να ακούσουμε, όσα δάκρυα και να χαράξουν τα μαγουλά μας, όσοι έρωτες κι αν έρθουν στη ζωή μας πάντα εκεί θα είμαστε και θα θυμόμαστε και θα γεμίζουμε τα ποτήρια μας με λόγια και αλκοόλ˙  μαζί με  ξένες αγκαλιές να μας φροντίζουν και να λείπουν εκείνοι…! Όλα ένα συνεχόμενο «και», ώσπου κάπου εκεί σπάνε ακόμα και οι δυνατοί. Γιατί ξέρεις... Όταν κοιταζόμαστε στα μάτια διαλύονται όλα και μένουμε στο χάος. Πέφτουν οι ματιές, σκύβουν τα κεφάλια, γυρνάμε τις πλάτες…

-« Μα δεν γίνεται! Πώς γίνεται;»
-«Τα συναισθήματα δεν μετριούνται με το κιλό, ούτε με ποσοστά.»
-«Αλλά;»
-«Με τα χαμόγελα στις εικόνες, με τα δάκρυα στις αναμνήσεις, με την επιθυμία να ζήσεις τα ίδια και τα ίδια σκηνικά. Όλα αυτά τα συναισθήματα θα είναι μοναδικά. Τότε θα καταλάβεις την διαφορά. Τώρα είναι νωρίς ακόμα. Όταν εξατμιστούν οι επιθυμίες, εξατμίζονται και αυτά σιγά –σιγά.»
-«Περνάει γρήγορα ο καιρός ε; Σαν νερό!»
-«Πολύ!»
-«Και ο δικός μας;»
-«Σαν το κρασί μάλλον…»

 

Της Γιώτας Μάρκου