Βορεινό παράθυρο. | Της Βασιλικής Μανδηλαρά

Είναι που μεγαλώνοντας έμαθα να εντοπίζω αυτούς τους ανθρώπους με το κρυμμένο χαμόγελο. Εκείνους που όσο και να προσπαθούν, δεν καταφέρνουν να συγκρατήσουν την ευτυχία τους. Και να ζω μέσα από αυτούς. Αγάπες αμφίδρομες, νύχτες ερωτευμένες, αναμνήσεις μοιρασμένες. Κι ας μην έχουν πρόσωπο, ούτε υπόσταση.

 

Είναι και που έμαθα τους ήλιους μου να τους κοιτάζω μέσα στα μάτια. Να μη θαμπώνομαι, να μην αλυχτάω με το φως. Να σέβομαι τα κύματα, υγροί τάφοι χαμένων ερώτων. Πόσο δύσκολο να ‘ναι τάχα να φυλακίζουν καρδιοχτύπια ζωντανά μέχρι αυτά να πάψουν να πάλλονται… Σιγή. Υδάτινη, μαύρη κι αδιαπέραστη σιγή…

 

Σωπαίνω, σωπαίνεις, σωπαίνουμε. Καθόμαστε και μετράμε τις ουλές μας σαν άστρα και ευχόμαστε σ’ αυτές. Τις χαϊδεύουμε, τις καλοπιάνουμε κι από μέσα μας τρέμουμε μην τις ακουμπήσει κάποιος ξένος και γίνουνε πάλι πληγές και πνιγούμε σε κατακόκκινους λάκκους. Είναι που με αρρωσταίνει αυτή η μεταλλική μυρωδιά του αίματος. Είναι που δε σ’ έχω βγάλει από μέσα μου…

 

Μεγαλώνω και μαθαίνω. Μαθαίνω να κοιμάμαι σε αφιλόξενο κρεβάτι, σε κατακόμβες του μυαλού μου. Δαιδαλώδεις διάδρομοι, χωρίς οξυγόνο βουτιές, παρακινδυνευμένα όνειρα. Όνειρα. Όνειρα κι εφιάλτες, κρύα σεντόνια φυλακές, υποσυνείδητου λαθρεπιβάτες και απόγνωσης κραυγές. Όμως εγώ έμαθα. Να κουκουλώνομαι μέχρι πάνω από το κεφάλι για να κρυφτώ από μένα, έμαθα…

 

Μεγαλώνω και ξεχνώ. Ξεχνώ πώς είναι δίπλα σου, μαζί σου, πώς είναι και χώρια σου, ξεχνώ. Νομίζω πως κάποτε αγαπούσα, μα ξεχνώ… Αδειάζει το μυαλό από αναμνήσεις, αδειάζω μαζί του και εγώ. Ξεχνώ πώς να κοιμάμαι στην αγκαλιά σου, και την αγάπη στα μάτια σου, ξεχνώ. Και προχωράω. Με ποιον εαυτό όμως πορεύομαι, ξεχνώ…

 

Τη φωνή σου. Τη φωνή σου και μια ανοιχτή αγκαλιά, να μου φωνάζεις πάλι μπέμπα από μακριά, να γίνει το δέρμα μου πάλι ανθρώπινο από γκρι, να αρχίσει να χτυπάει η ψυχή. Μα όμως εσύ δεν έχεις πια φωνή, φιγούρα σιωπηλή και μακρινή. Κι εγώ θα μεγαλώνω. Θα μεγαλώνω και θα ξασπρίζω. Γιατί μαζί σου μόνο ήμουνα παιδί…

 

Μεγαλώνω και μαθαίνω. Μαθαίνω να υπάρχω χωρίς συγκινήσεις, δίχως έρωτες και εκρήξεις. Μαθαίνω. Να μη πιστεύω πια σε γυρισμούς, μαθαίνω. Ούτε θαύματα να περιμένω πια, μαθαίνω. Να μουδιάζω τον πόνο, από κεκτημένη ταχύτητα και τη χαρά, μαθαίνω. Μη περιμένεις θαύματα, μη γίνεσαι παιδί, δε θα γυρίσει, μη.

 

της Βασιλική Μανδηλαρά

https://www.facebook.com/vasw.mand.photography