Ελαφίνες και μιλφάρες. | Του Πάρι Τσαχουρίδη

Σαν έφηβος είχα δει αυτή τη λέξη, ή καλύτερα αρκτικόλεξο, πολλές φορές σε τσοντοσάιτ και τίτλους πορνό ταινιών.

 

M.I.L.F.

 

Κι η εμπειρία έλεγε πως milf μεταφράζεται σε αυτό που στο ελληνικό μυαλό μου υπήρχε ως «θείτσα».

 

Περιττό να εκφράσω την έκπληξή μου όταν τελικά διάβασα κάπου τα αρχικά των λέξεων που το σχηματίζουν…

Στο μεταξύ, τα χρόνια πέρασαν… άλλαξαν εμένα, άλλαξαν και τον κόσμο. Έναν κόσμο που έκανε το αρκτικόλεξο λέξη ελληνική, την μετέτρεψε στον υπερθετικό βαθμό και την έκανε κτήμα του.

 

Εγώ μεγάλωσα κι είδα πως ακόμα και σ’ αυτό – το σεξ – δεν παίζει πολύ μεγάλο ρόλο αν μια γυναίκα είναι μαμά. Άλλα παίζουν ρόλο. Εξάλλου, στα σαράντα μου σχεδόν, τι να περιμένω;

Το είχα ξεχάσει το θέμα, δεν ασχολήθηκα ποτέ! Μέχρι που μια πολύ γνωστή μου, πολύ νέα, ελεύθερη, χωρίς παιδιά παρακαλώ, γύρισε και μου είπε:

 

«Βλέπω τη διαφορά στα μπαρ… βγαίνω με τις φίλες μου και δεν είναι πια όπως παλιά. Δεν μαζεύονται γύρω μας, δεν μας κερνούν σφηνάκια, δεν μας την πέφτουν… μόνο μας κοιτούν με οίκτο και σκέφτονται, τι θέλουν αυτές οι μιλφάρες εδώ;».

Είναι δυνατόν κοριτσάκι μου, να σκέφτεσαι και να λες τέτοια πράγματα;

 

Λίγες μέρες μετά, ένας φίλος γύρισε και μου είπε: «Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου να ζω με τον πατέρα μου, κάθε φορά που ήμασταν στο αυτοκίνητο βαθμολογούσαμε τις γυναίκες που βλέπαμε… ελαφάκια… ελαφίνες… και φοράδες».

 

Το αισθάνθηκα γλυκό, όπως ήταν η ανάμνηση γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Και θα ‘μενα εκεί, στη γλύκα, αν αυτός ο φίλος – ο πενηντάρης φίλος – δεν είχε εκφράσει προβληματισμό που η σύντροφός του είναι μαμά…

 

Μια άλλη φίλη πάλι – απίθανος άνθρωπος – εξέφρασε τη θλίψη της που δεν είναι κούγκαρ, παρά απλή μιλφάρα!

 

Το κερασάκι, όμως, στη τούρτα ήταν όταν έλαβα ένα γράμμα υπογεγραμμένο ως εξής: “με αγάπη, η μιλφάρα σου”!

 

Αρκετά!

 

Τι έχετε πάθει όλοι; Ακόμα και σουβλατζίδικο άνοιξε με το όνομα M.I.L.F.!!!

 

Τί είδους κοινωνική παράκρουση είναι αυτή, δεν το καταλαβαίνω. Ελαφίνες και κούγκαρ, μιλφάρες και φοράδες! Έλεος!

 

Όλες αυτές οι λέξεις – και η ιδιαίτερα η “μιλφάρα” – είναι συνώνυμα του περιτυλίγματος για ένα προϊόν υποβαθμισμένο που προσπαθεί να πουληθεί.

 

Έφερε υπεροψία στα κοκοράκια και άγχος και θλίψη στις σαραντάρες…

Κι η ουσία, ο άνθρωπος, χάνεται μέσα στη viral βλακεία.

 

Τελικά είμαστε μια κοινωνία που περνάει τη σεξουαλική της εφηβεία…

 

Σαν να μιλάω σε έφηβους, λοιπόν, σας το λέω:

 

Όποιος ξαναπεί την κακιά λέξη θα είναι γάιδαρος!

 

Αμάν πια!

O Πάρις Τσαχουρίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1976. Σήμερα κατοικεί και εργάζεται στην Αθήνα, είχε όμως την τύχη να ταξιδέψει και να εγκατασταθεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε διάφορους τόπους στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Πιστεύει πως σημασία δεν έχει η ποσότητα της εμπειρίας, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και βιώνουν την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και «ιστορίες» γράφουν αυτοί που μπορούν να τις «ζήσουν». Έχει γράψει δύο μυθιστορήματα και το 2013 βραβεύτηκε από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών με το πρώτο βραβείο. Παράλληλα γράφει σε διάφορα blogs και free press έντυπα με το ψευδώνυμο Jep Gambardella. Πολύ μεγάλος για ν’ αφήνει τη ζωή να φεύγει αλλά και για να κάνει πράγματα που δεν θέλει πραγματικά, τιμά τα μικρά του πάθη και ζει απλά στο παρόν.


Link:Πάρις Τσαχουρίδης

test