Η Αθήνα της.. | Της Γιώτας Μάρκου

Μα ναι! Είναι ανάλογα με τον καιρό και τις φάσεις που περνάμε όλοι. Ο καθένας έχει τον δικό του μοναδικό τρόπο να αντιμετωπίζει τα προβλήματά του. Εγώ είχα προσπαθήσει διάφορους τρόπους που όμως κανένας δεν μου ταίριαζε απόλυτα. Έτσι, κουρασμένη από τα συναισθήματα είπα να προσπαθήσω ή βασικά να μην προσπαθήσω για τίποτα άλλο και να αποστασιοποιηθώ. Στον κόσμο μου, μου άρεσε να μένω που και που λίγο μόνη.

 

Τα πόδια μου περπάτησαν στα γνωστά σοκάκια της πόλης. Στα χέρια κρατούσα ένα περιοδικό τέχνης- ξέρετε από τα free press που κυκλοφορούν. Η μουσική ανοιχτή να παίζει στο replay «Carte Postale», αφήνοντάς την να με παρασύρει στον φανταστικό τόπο ˙ που φανταζόμουν ότι τραγουδούν. Μετά από λίγα λεπτά, κάθισα στο μπαλκόνι ενός μικρού café. Κάποιος μου είχε πει πως με φανταζόταν να ξυπνώ το πρωί και να πίνω τον καφέ μου σε ένα τέτοιο σπίτι. Να βλέπω την θέα και να διαβάζω έπειτα ένα βιβλίο.

 

Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες στους τοίχους ˙ καταλάβαινα πως δεν είχε αλλάξει τίποτα από τότε που κατοικούταν, από μια εύπορη οικογένεια. Δικαστής αυτός, κόρη πλουσίου εκείνη. Λίγες γραμμές πιο κάτω στο βιβλίο με την ιστορία τους, οι φιλανθρωπίες και τα μεγάλα έργα τους. Χωρίς να αφήνει απ’ έξω τον ντόρο για την δυσκολία της σχέσης τους όταν αυτή αρνήθηκε να αφήσει την Αθήνα της για να τον ακολουθήσει στην πόλη που τον μετέθεσαν.

Για τον έρωτα τους ούτε λόγος. Ούτε στις φωτογραφίες –ούτε στο βιβλίο. Ίσως να ήταν τόσο μεγάλος που να τον χάρηκε και έζησε μόνο το σπίτι, ή τόσο μικρός που να μην τον έζησε κανείς από τους δύο. Ίσως να τον έζησαν ξεχωριστά και ποτέ να μην βρήκαν το θάρρος να το ξεστομίσουν. Πέταξαν τις σκέψεις τους σε ένα συρτάρι μέσα στην υγρασία και την σκόνη μαζί με ένα κιτρινισμένο γράμμα και έκαναν πως κοιμούνται ήσυχοι, ευελπιστώντας να γίνουν και αγαπημένοι.

 

Η κοπέλα, τέσσερα χρόνια αργότερα, από την στεναχώρια της, έκλεισε τα μάτια ˙ έχοντας γυρτό το κεφάλι προς το παράθυρο και κοιτάζοντας ένα βράχο. Μα αυτός δεν ήταν της Ακρόπολης.

 

Της Γιώτας Μάρκου

test