Γύρισες και με κοίταξες με μισό χαμόγελο.
Τυλιγμένη σε ένα σκούρο μπλε βαρύ παλτό με σηκωμένους γιακάδες, με τα μαλλιά σου να ανεμίζουν στον πρωινό παγωμένο άνεμο έξω από το σταθμό του τρένου.
Κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο.
Μισό χαμόγελο: Κάτι ανάμεσα σε υπόσχεση, σε επίλογο, σε κείμενο με κοφτές υποσχέσεις που τις χώριζαν τελείες.
Ήθελα να αγγίξω άλλη μια φορά το σώμα σου που το έλουζε το φως από τα στόρια λίγες ώρες πριν στο σπίτι μου. Δε μιλούσαμε, ήμουν μέσα σου, κάτι ψιθύριζες, σαν τραγούδι, πάντα σου άρεσε να το κάνεις αυτό. Ρούφηξες μια γουλιά παγωμένου καφέ «πρέπει να φύγω» είπες – και σε κοιτούσα εκεί στην άκρη του κρεβατιού, ερωτευμένος, σαστισμένος με κείμενα να λούζουν το κρανίο μου – εκείνα τα κείμενα που θα έστελνα μετά και θα σου χαλούσα τις μέρες.
Μου άναψες ένα τσιγάρο, μου το έδωσες σα να μου έλεγες να πεθάνω λίγο πιο πριν, να σταματήσω, να μη γράφω άλλο, να μην ενοχλώ.
Το κάπνισα αργά κοιτώντας τις δέσμες στους τοίχους που θα ήθελα να φωτογραφίσω, να κρατήσω τη στιγμή, να χω κάτι να ανατρέχω σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου που θα λείπεις.
Στις σχέσεις έχει τον έλεγχο αυτός που ενδιαφέρεται λιγότερο. Το ξεπέρασα και παραδόθηκα αβίαστα, με τυμπανοκρουσίες και με βιολιά και με κομμάτια του Preisner. Ζωή ταινία τη λες και στήνεσαι στη σειρά, πίσω από τους υπόλοιπους «μοναδικούς» ανθρώπους – εκείνους που κοιτάζουν τη ζωή τους από ψηλά και λένε ότι μόνο σε αυτούς συμβαίνουν αυτά.
Εκατομμύρια μοναδικότητες μαζεμένες, ρολά από ταινίες μπλεγμένες στο πάτωμα, χιλιάδες εικόνες και μουσικές και γόπες από τσιγάρα και ποτήρια που κολλάνε από το οινόπνευμα.
Χαμογέλασες πάλι. Μου έδειξες τα ακουστικά στα αυτιά μου. Κοίταξα το στόμα σου:
«Να ακούς. Να μη σταματήσεις ποτέ»
Και χάθηκες μέσα στο πλήθος.
Και έμεινε το βιολί, η άρπα, το τσέμπαλο και το κενό.