Νίκος Ξυδάκης – Ένας γνωστός μας άγνωστος | Του Νίκου Ορφανού

Ο Νίκος Ξυδάκης είναι μια μυστηριακή φυσιογνωμία για μένα. Θες ο εσωστρεφής τρόπος που τραγουδά, θες η ελαφρώς υπερβατική στιχουργία των τραγουδιών του, ακόμη και η στροφή του, από φέρελπις λαϊκός συνθέτης σε πιο προσωπικούς ανατολίτικους δρόμους, τριάντα χρόνια σχεδόν πριν, ίσως η ποιητική διάσταση που χαρακτηρίζει το έργο του σε συνδυασμό με μια αλλοτινή θεατρικότητα, μόλις τον γνώρισα -προσφάτως- άδραξα την ευκαιρία. Τον «πρωτοσυνάντησα» σε φοιτητικές κασέτες και στον πάλαι ποτέ Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι, στο τέλος περίπου της εφηβείας μου και ούτε κι εγώ ξέρω τι με τράβηξε, σε ακούσματα κόντρα στη ροκ στάμπα του προσωπικού μου γούστου. Στη μουσική και τους στίχους του Νίκου συνυπάρχουν πολλά στοιχειά μαζί: οι παλιές εκδρομές με τα λαϊκά στο κασετόφωνο, τα τσιγάρα κασετίνα, τα κυριακάτικα πρωινά στην επαρχία, τα φαναρτζίδικα στον Πειραιά και τις εργατικές συνοικίες, η εγγύς Ανατολή, τα κοστούμια και τα καπέλα μιας άλλης καθημερινότητας, ποιητές αρχαϊκοί και σύγχρονοι, καθώς και βόλτες νυχτερινές με φίλους στις λεωφόρους της πόλης. Ιδού λοιπόν, σε μια σάλα παλαιάς ψηλοτάβανης αστικής οικίας του ’30, τι μου αφηγήθηκε:

 

Μ’ ένα αμάν αμάν στα χείλη πάω πίσω στα παλιά…

 

Έμενα σε ένα σπίτι στη Νεάπολη, στα Εξάρχεια στη Σεργίου Πατριάρχου, είχα ένα δωμάτιο, δίπλα ήταν ένας ζωγράφος, μια μποέμικη κατάσταση, όπου δεν είχαμε να φάμε, σε αυτό το νεοκλασικό ψηλοτάβανο σπίτι. Και γνωρίστηκα με το Μανόλη Ρασούλη εδώ στην Πλάκα, όπου τραγουδούσε στους Αχαρνείς του Σαββόπουλου, ήταν μια μεγάλη παρέα αυτή τότε, έμαθε αυτός ότι γράφω μουσική και ερχότανε στο σπίτι μου και μου άφηνε κάτι απίστευτα σημειώματα πάρα πολύ αστεία. Είχαμε εν τω μεταξύ τα παράθυρα ανοιχτά, έπαιζα πιάνο, μαζευότανε κόσμος απ’ έξω, ήταν τα λυρικά χρόνια, όπως λέω. Και έτσι γίναμε φίλοι. Εμένα με θεωρούσε και λίγο αστό ως Αιγυπτιώτη, μου έλεγε, εσύ είσαι για να διαβάζεις Προυστ και να πίνεις καφέδες. (γέλια).

Μερικές φορές έμενε κιόλας στο σπίτι αυτό, τον φιλοξενούσα. Καμιά φορά μέσα σε όλες αυτές τις συζητήσεις τσακωνόμασταν. Και ένα βράδυ που είχαμε τσακωθεί κάπως σοβαρά, έφυγε αυτός, εγώ στενοχωρήθηκα και σκέφτηκα άμα γυρίσει, θα του παίξω ένα τσιφτετέλι, για να δει ποιος είναι για τον Προυστ και για καφέδες. Και κάθομαι και γράφω χωρίς στίχους, χωρίς τίποτα την “Τρελή κι αδέσποτη”. Ήρθε λοιπόν αργά τη νύχτα, το παίζω στο πιάνο και τρελάθηκε και την ίδια στιγμή εκεί που καθόταν, έγραψε τους στίχους. Αυτό ήταν το πρώτο μας τραγούδι και έτσι ξεκίνησε “η Εκδίκηση της Γυφτιάς”. Και έρχεται μετά από λίγο καιρό και μου λέει θέλω να κάνω ένα δίσκο και θέλω την “Αδέσποτη” να τη βάλω. Του λέω, κοίτα, αν ήταν κάτι συμπτωματικό να στη δώσω. Αν όμως έχουμε ανακαλύψει κάποια φλέβα, δε θα στη δώσω και να δούμε τι άλλα τραγούδια μπορούμε να βγάλουμε με αυτή την ιστορία. Τα τραγούδια λοιπόν της “Εκδίκησης της Γυφτιάς” και ένα μέρος από τα “Δήθεν” γράφτηκαν σε τέσσερις μέρες. Να φανταστείς ότι το “οι Μάγκες δεν υπάρχουν πια” δεν το βάλαμε στη “Γυφτιά”, λέγαμε τι τραγούδι τώρα είναι αυτό, άστο. Και μετά την απήχηση της “Γυφτιάς” φτιάξαμε και τα “Δήθεν”.

 

Ο δίσκος όμως προτού καταλήξει στη Λύρα μέσω του Σαββόπουλου, είχε απορριφθεί από τέσσερις εταιρείες. Τι τραγούδια είναι αυτά, μας λέγανε, εμείς θέλουμε καθαρόαιμα λαϊκά, αυτά είναι τραγούδια για διανοούμενους, είχαμε φάει αρκετή απόρριψη. Κανείς όμως δε φανταζότανε τότε ότι θα αποτελούσε έκφραση ενός κόσμου. Διείσδυσε στους φοιτητές, αγαπήθηκε πάρα πολύ και φούντωσε κατόπιν.

Μέσα στον τότε μουσικό αναβρασμό, όπου ανακαλύπτεται ξανά το ρεμπέτικο ή το λαϊκό, ψάχναμε να βρούμε τραγουδιστές και μουσικούς. Βρίσκαμε κάποιον που έπαιζε τρίχορδο ας πούμε και λέγαμε και διάφορες ιδέες,όπως να ηχογραφήσουμε στη Θεσσαλονίκη για να συμβολίζει και κάτι. Ο Διονύσης Σαββόπουλος μας πρότεινε να πάμε στο στούντιο του Νίκου Παπάζογλου στην Τούμπα, που ήταν και καλός ηχολήπτης και εκεί σε ένα υπόγειο ηχογραφήσαμε την Εκδίκηση της Γυφτιάς με ένα πρωτόγονο τετρακάναλο, με Θεσσαλονικιούς μουσικούς, που δουλεύανε στα σκυλάδικα της πόλης, οι οποίοι ανακάλυπταν πολλά “αιρετικά” και απρόοπτα στοιχεία, μέσα στη λαϊκότητα των τραγουδιών μας. Όλος αυτός ο κόσμος λοιπόν που μαζευόταν στο στούντιο είχε μια γοητεία, όπου ο λαϊκοί αυτοί μουσικοί μας αντιμετώπιζαν με σεβασμό, παρ’ όλα τα ευτράπελα που συνέβαιναν ενίοτε. Φαντάσου ότι όλοι αυτοί είχαν παρατσούκλια, δεν ξέραμε κανέναν με το όνομά του, άλλος λεγόταν “κακούργος”, άλλος “χλεμπονιάρης”, σαν ένα λαϊκό διήγημα ένα πράγμα. Και όλοι αυτοί προσέδωσαν και ένα χρώμα, γιατί μουσικά και στιχουργικά δεν κάναμε μια μίμηση του λαϊκού συναισθήματος, είχε γνησιότητα, χωρίς να είναι θρηνητικό, όπως τα παλιά λαϊκά.

 

Τρελή κι αδέσποτη παρ’ όλη την αγάπη…

 

Ήταν τότε μια παράξενη εποχή. Η “Γυφτιά” ήταν και μια πράξη όχι ακριβώς συνειδητοποιημένη και ευτυχώς δηλαδή, μια πράξη αν θες, διακριτικής αντίστασης όχι μόνο στα πολιτικοκοινωνικά πράγματα, αλλά και στην ίδια τη μουσική, τους ίδιους τους “πατέρες μας”, κατά κάποιο τρόπο. Μην ξεχνάμε ότι όλη η τότε περίοδος ήταν κάτω από την κυριαρχία του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, οπότε το να γυρίζεις ξαφνικά στη λαϊκή μουσική και μάλιστα στην “αιρετική” λαϊκή μουσική, με τα τσιφτετέλια κλπ, αλλά να έχεις ταυτόχρονα και ένα προφίλ του λίγο διανοούμενου, του αναρχικού, του μαρξιστή, του μαοϊκού, όλα αυτά λίγο πολύ, συνέβαλαν στο να δημιουργηθεί μια περίεργη εντύπωση.

Εγώ προερχόμενος από το Κάιρο ήμουν και λίγο εξωτικό φρούτο, μέσα σε έναν κόσμο έντονα πολιτικοποιημένο, με τα κόμματα, τις ομάδες κλπ, ήμουνα σαν τη φοινικιά ανάμεσά τους.

 

Είχα όμως και την ανάγκη να ενσωματωθώ μέσα σε όλο αυτόν τον προβληματισμό που υπήρχε και ας μην ξεχνάμε ότι τότε ακριβώς αρχίζουν σιγά σιγά να αμφισβητούνται οι ιδεολογίες, οι προκαταλήψεις, όχι μόνο οι πολιτικές, αλλά και οι αισθητικές. Μέσα σε όλη αυτήν την παρέα, υπήρχε αυτή η τάση και μέσα από όλες αυτές τις αναζητήσεις και τις κουβέντες προέκυψαν αυτά τα τραγούδια. Μέχρι τότε δεν υπήρχαν τραγούδια όπου να αυτοσαρκάζεσαι, να κάνεις κριτική στις ιδέες σου, χωρίς όμως να διακωμωδείται το λαϊκό, είχαμε μια αγάπη για αυτό το είδος. Και όλα αυτά τα ενώσαμε με μια αφέλεια και με ένα χιούμορ, ιδίως ο Μανόλης ο Ρασούλης που το είχε αυτό έντονα.

 

Με την περούκα την ξανθιά, φάνηκες μες στη γειτονιά…

 

Δε φαντάζεσαι εκείνη την εποχή (1979) τι ήταν να έχεις στο δίσκο από τη μια το “οι μάγκες δεν υπάρχουν πια” και από την άλλη το “Φίλε αδερφή ψυχή”. Και μάλιστα όλο αυτό ερχόταν χωρίς καμία “πόζα”, σε μια απροσδόκητη στιγμή. Με το Ρασούλη περπατούσαμε ώρες ολόκληρες στους δρόμους και πολλά τραγούδια βγήκαν από αυτές τις συζητήσεις, μεταξύ σιωπών, μεταξύ απόψεων. Παίρναμε τη Συγγρού με τα πόδια, κατεβαίναμε στο Φάληρο και ξαναγυρνούσαμε. Ήμασταν και οι δύο περιπατητές και άφραγκοι. Κατεβαίνοντας κάτω από τη Συγγρού και φιλοσοφώντας και για τα τραβεστί που βλέπαμε και μιλούσαμε, του λέω γιατί δε γράφουμε ένα τραγούδι γι’ αυτό το θέμα; Είχαμε και τις αμφιβολίες μας βέβαια, αλλά έτσι γράφαμε, έφερνε ο Μανόλης το θέμα κι εγώ έγραφα τη μουσική και όλο αυτό ήταν αυτό που ήμασταν, είχαμε δηλαδή επαφή και με το λαϊκό κόσμο και με άλλα ακούσματα.

 

 

Κυρ διευθυντά των δίσκων, έχω ένα νταλκά βαρύ…

 

Τότε στη Λύρα ήταν διευθυντής ο Αλέκος Πατσιφάς, ένας έξυπνος και ανοιχτός άνθρωπος. Είχε τη μανία να ανακαλύπτει καινούρια πρόσωπα, σχεδόν όλα όσα ακούσαμε από τη Λύρα, από το Νέο Κύμα, μέχρι εμάς, ήταν όλα ανακαλύψεις του Πατσιφά. Ο οποίος ήταν ένας αστός διανοούμενος Αιγυπτιώτης επίσης, μην ξεχνάμε ότι ήταν από τους ιδρυτές των εκδόσεων Ίκαρος. Βέβαια, ξεκινώντας τις ηχογραφήσεις στη Λύρα, ξεκινήσανε και οι προστριβές, γιατί ο Πατσιφάς ξαφνικά μπορεί να σου έλεγε, φύγε από δω, εξαφανίσου, δε θέλω να σε βλέπω, τι παπούτσια είναι αυτά που φοράς, για παράδειγμα, με ένα κωμικό τρόπο βέβαια, αλλά ήταν και αυτός που όταν θα έκλεινε η εταιρεία, θα βυθιζόταν στα δικά του, οπότε το “Κυρ διευθυντά των Δίσκων” είναι ένα τραγούδι που γράφτηκε γι’ αυτόν, σε μουσική του Νίκου Παπάζογλου.

“Τα Δήθεν” βγήκαν πολύ πιο εύκολα και λόγω της επιτυχίας της “Γυφτιάς”, επί πλέον υπήρχε και μία ζήτηση. Ένιωθα ότι αυτά τα τραγούδια ήταν μια οφειλή περισσότερο δική μου σε ένα κόσμο και δεν το έβλεπα ως αυτό που θα μου έφερνε τα χρήματα, τη δόξα και λοιπά. Ήμουνα ακόμα επάνω στις αναζητήσεις μου, τις αμφιβολίες μου, οπότε αισθάνθηκα ότι υπήρχε ο κίνδυνος να σκεπάσει όλη αυτή η επιτυχία και μια άλλη φωνή που υπήρχε μέσα μου και ήθελε να εκφραστεί. Βέβαια, ούτε εγώ ούτε ο Ρασούλης είχαμε φανταστεί εξ’ αρχής ότι θα μπορούσαμε να γράψουμε τέτοια τραγούδια.

 

Με μάγκικο σαλπάρανε, με ναργιλέ σβησμένο…

 

Μετά τα Δήθεν, με ψάχνανε όλοι, με κυνηγάγανε, σηκώθηκα και έφυγα, εξαφανίστηκα, πήγα στο Λονδίνο, πήγα στον Πόρο και έμεινα κάτω από ένα μοναστήρι, με θέλανε από την εταιρεία, έλεγα δε θα ξαναγράψω πια μουσική…. τέτοιο πράγμα… Ένιωθα ότι υπήρχε ένα ευρύτερο μουσικό τοπίο μέσα μου που δε με περιόριζε στα λαϊκά τραγούδια. θες να ήταν αυτό ένα κομμάτι ιδιοσυγκρασιακό, μια ανάγκη άλλη, θες να ήταν που κοιτούσα να επανασυνδεθώ με κάποια παιδικά χρόνια και μια γκάμα ακουσμάτων μεγάλη, από το Κάιρο που πέρασα τα πρώτα 11 χρόνια μου;

Και σε αυτό το κενό, από τη δισκογραφία, άρχισα να θέλω να βάλω ανατολίτικα όργανα, ήθελα να βάλω κανονάκι, αλλά τότε δεν υπήρχαν τέτοιοι μουσικοί. Θυμάμαι ένας υπήρχε, που έπαιζε κανονάκι κάπου στο Βόλο. Βρήκα λοιπόν ένα φίλο που ήταν συνθέτης και μουσικολόγος, το Δημήτρη το Λέκκα, ο οποίος με ένα κανονάκι αυτοσχέδιο έπαιξε στο “Πρώτο Βράδυ στην Αθήνα”. Αντίστοιχα έβαλα ούτι, που τότε δεν υπήρχε το ούτι, μόνο ένας μπουζουξής που χάθηκε πρόωρα, ο Ηλιάδης, έπαιζε ούτι. Και όλα αυτά συναντήθηκαν με μουσικούς που έπαιζαν τζαζ, όπως ο Δημήτρης ο Ζαφειρέλλης που κούρδιζαν τις κιθάρες τους αλλιώς.

 

Κάτι αν είναι που δε σβήνει, είναι της ψυχής μου η μνήμη…

 

Εγώ δεν είχα την πρόθεση να τραγουδήσω, αλλά με παίρνει ο Πατσιφάς μια νύχτα, γύρω στις δύο, τρεις, αφού είχαν ηχογραφηθεί οι ορχήστρες για το “Πρώτο βράδυ στην Αθήνα”, τα οποία τραγούδια τα είχαμε γράψει για να τα πει ο Νίκος Παπάζογλου, αλλά για κάποιο λόγο δε συνέχισε και μου λέει λοιπόν ο Πατσιφάς “εσύ θα τα πεις παιδί μου τα τραγούδια.” -Εγώ πως θα τα πω, του απαντώ, δεν είμαι τραγουδιστής, “όχι, μου λέει, εσύ θα τα πεις”. Με είχε ακούσει όταν του τα είχα παίξει μ’ένα πιάνο στη Λύρα, γιατί τότε δεν είχαμε ακόμα τα ντέμο και τα σχετικά. Το δυστύχημα βέβαια ήταν, ότι αφού με έψησε να τα πω, πάω λίγο καιρό μετά που είχαμε ένα ραντεβού, ανοίγει η πόρτα και μου λέει η γραμματέας του “ο κύριος Πατσιφάς πέθανε”. Είχε “φύγει” εκείνο το πρωί. Ήταν σαν να είχε μια δεισιδαιμονία αυτός ο δίσκος. Περνάει ένα ταραγμένο διάστημα για την εταιρεία, ώσπου την αναλαμβάνει ο Κυριάκος Μαραβέλιας, που ήταν μέτοχος ήδη, ο οποίος δεν ήθελε να αναγνωρίσει ότι εγώ θα έλεγα τα τραγούδια, “θα χαντακωθούν τα τραγούδια” έλεγε. Αυτός όμως είχε μια ιερή, θα λέγαμε, σχέση με τον Πατσιφά, του λέω ξέρετε, δεν έχω το ψώνιο να τραγουδήσω, αλλά αυτή ήταν η επιθυμία του Πατσιφά. Αυτό τον “έπιασε” και μου λέει, “έχεις δίκιο, δε μπορούμε σχεδόν να κάνουμε αλλιώς” (γέλια).

Γύρνα και πες μας τους δικούς σου τρόπους, πως τα κατάφερες με τους ανθρώπους…

 

Μετά το “Πρώτο Βράδυ” δέχτηκα και την πολεμική των ανθρώπων που έλεγαν γιατί δε συνέχισα στο ύφος των δύο πρώτων δίσκων με το “Κοντά στη Δόξα μια στιγμή”. Είχα και πρόβλημα με τη εταιρεία που δε συμφωνούσε με τις δικές μου αποφάσεις και έφυγα από την εταιρεία και πήγα και ηχογραφήσαμε τη “Δόξα” σε ένα σπίτι, με ένα πρωτόγονο Fostex μαγνητόφωνο, μέσα σε ένα δωμάτιο, χωρίς την άδεια της εταιρείας, με την οποία τα βρήκαμε αργότερα. Και τότε μαζί με τα ανατολίτικα ακούσματα μπήκαν και κάποια άλλα που είχα ως έφηβος, μου άρεσαν πάρα πολύ οι Μπητλς και γι’ αυτό ακόμα και στα “Δήθεν” και στη “Γυφτιά” έβαζα μικρά τραγούδια με δυο κιθάρες εμβόλιμα, σαν ένας μικρός φόρος τιμής σε αυτούς, “σαν μια ταινία, γυρνάει η ζωή μου”, «μετανάστης στην αγκάλη σου», κλπ. και τα έβαζα μέσα στα λαϊκά κι αυτά.

 

Αχ, στην αρχή των τραγουδιών, το αχ είναι γραμμένο…

Στο σπίτι μας στο Κάιρο ακούγαμε τρελά πράγματα, από τσα τσα μέχρι γαλλικά μέχρι ελληνικά μέχρι αιγυπτιακά. Τις τέσσερις από τις εφτά μέρες της εβδομάδας είχαμε γιορτές και συγκεντρώσεις. Αργότερα στην Αθήνα διαφοροποιήθηκα ακούγοντας κλασική μουσική και μαθαίνοντας πιάνο, άκουγα πάρα πολύ Σοπέν, ιμπρεσιονιστές συνθέτες και όλα αυτά έγιναν ένας περίεργος αχταρμάς, μέχρι που έγραψα τα πρώτα μου τσιφτετέλια, τα οποία δεν ακούγαμε σπίτι. Γιατί στο Κάιρο τη μουσική είναι σαν να την ακούς στους δρόμους, στα καφενεία, και επίσης δεν ακούγαμε τα θρηνητικά παλιά λαϊκά με τον Καζαντζίδη ακούγαμε πιο ελαφρά μουσική και κυρίως ό,τι ήταν παραπομπή στην Αθήνα, δηλαδή το ελαφρό τραγούδι και βέβαια Χατζιδάκι. Το οποίο ελαφρό τραγούδι το ξαναβρήκα στα αναψυκτήρια της Αθήνας και στην Αίγλη του Ζαππείου. Αργότερα έγραψα τραγούδια όπως την Ωραία Κοιμωμένη, όπου έβαλα πρώτη φορά τρομπέτα, ως μια μνήμη από τον στυλάτο τρομπετίστα τότε, της ελαφράς μουσικής, Σταύρο Ρουχωτά. Αντίστοιχα τον Καρυωτάκη τον έφτιαξα σε ρυθμό μποσανόβα. Μα είναι δυνατόν μου είπαν κάποιοι, ο Καρυωτάκης μπόσα νόβα; Εγώ δεν τα σκεφτόμουνα αυτά ποτέ, κάτι άκουγα, μου άρεσε και το έκανα.

Όλοι μου λεν’ πως δε μπορώ, πως δε μπορώ, πως δε μπορώ…

Όταν άρχισα να τραγουδάω δέχτηκα και τη μεγαλύτερη αμφισβήτηση, μου λέγανε γιατί δε γράφεις για τραγουδιστές, με λέγανε εγωιστή, ψώνιο, διάφορα πράγματα. Εμένα η πεποίθησή μου δεν ήταν αυτή, γιατί δεν ήμουν και άνθρωπος της σκηνής, να βγαίνω, να τραγουδάω. Αντιλήφθηκα όμως ότι στην ουσία κανείς δε θα τα υποστήριζε αυτά τα τραγούδια που έλεγα εγώ. Από την άλλη ένας τραγουδιστής που έχει διαμορφώσει ας πούμε ένα ρεπερτόριο, δε θα έλεγε εύκολα αυτά τα περίεργα τραγούδια που γράφαμε με το Γκανά ή το Γκόνη για παράδειγμα, ήταν μια καθαρά προσωπική μου ανάγκη να βάζω μουσική σε έναν τέτοιου είδους λόγο. Οι επιλογές μου ή μάλλον αυτές οι συναντήσεις συνέβαιναν ως ένα κομμάτι του εαυτού μου, ως μια δική μου αλήθεια, κάτι που μπορώ να το κάνω και να αισθάνομαι καλά. Και με αυτές τις συναντήσεις ανακάλυπτα τους ανθρώπους και έμπαινα σε ένα διάλογο μαζί τους, ανακάλυπτα ανθρώπους που δεν ήταν μόνο στιχουργοί και μου έφερναν το δικό τους κόσμο. Και ως ένα είδος ευγνωμοσύνης σε αυτό που μου ξυπνούσαν, έβαζα στα λόγια τους τη μουσική μου. Με συγκινούσε πάντα αυτός ο κόσμος τους, η γλώσσα τους, αυτή η ταυτότητά τους.

 

Κοίτα τώρα τι μπελάς, με το Special Hellas…

Η μουσική είναι ο νόμος της απροσδιοριστίας. Εκείνη την εποχή (1986) σταμάτησε να βγαίνει το σπέσιαλ Ελλάς που κάπνιζα. Γράψαμε με τον Τάσο Σαμαρτζή το Hellas special με αφορμή αυτό το γεγονός. Πολλά τραγούδια επίσης τα έχω γράψει στο δρόμο. To στο Σου Μι Τζου κάποια βραδυά το έγραψα από το βιβλιοπωλείο της Δωδώνης που ο Μιχάλης Γκανάς μου έδωσε τους στίχους, μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου, διαβάζοντάς το στο δρόμο. Θυμάμαι να είμαστε σε γωνιές δρόμων με το Γκόνη, το Ρασούλη, στη Φωκίωνος Νέγρη έχω γράψει δυο τραγούδια καθώς κάναμε βόλτες. Τώρα βέβαια το κάνω πολύ λιγότερο. Αισθανόμουν λίγο σαν ξένος στην Αθήνα, εγώ ένας Αιγυπτιώτης, είναι που δεν είμαι και πολύ επικοινωνιακός… Δεν ξέρω τι με έχει επηρεάσει περισσότερο, ίσως είναι η ιδιοσυγκρασία μου που ανθίζει όταν βρει την καλή παρέα. Όπως και η μελοποίηση ποιημάτων προέκυψε, όχι για να μπω σε εκείνους που μελοποιούν ποιήματα ντε και καλά, γι’ αυτό και τα ποιήματα που έχω μελοποιήσει δεν είναι σαν τα συνήθη που μελοποιούν άλλοι, έχουν ένα στοιχείο προφορικότητας. Η αμεσότητά τους είναι που αναζητώ. Και τα εντάσσω ανάμεσα στα άλλα τραγούδια μου, γι’ αυτό και δεν ξέρουν πολλοί ότι το Ερωτικό για παράδειγμα είναι του Λαπαθιώτη. Ή στην Αρχή των τραγουδιών, που είναι σύνθεση διστίχων, ένα από τα πρώτα δίστιχα είναι του Μποντλέρ. Επίσης στη Σαπφώ, εάν κάτω από το Γρήγορα η ώρα πέρασε, βάζαμε ένα άλλο όνομα, κανείς δε θα πάθαινε το σοκ ότι ακούει ποίημα της Σαπφούς. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν τα αντιμετωπίζω πάρα πολύ σοβαρά, αλλά με ενοχλεί αυτή η σοβαροφάνεια όταν αφορά την αντιμετώπιση της ποίησης. Στην Ελλάδα τα αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με ιδεοληψίες. Μπορούμε εύκολα να κατατάξουμε τους στίχους του Μπομπ Ντύλαν; Πού κατατάσσονται αυτά τα κατεβατά των στίχων του; ή οι σκοτεινοί στίχοι του Νικ Κέιβ ή η ακόμα η πιο σκοτεινή ποίηση του Λέοναρντ Κοέν;

 

Γρήγορα η ώρα πέρασε…

Καταργείται η ανάγκη πλέον να ακούσει κάποιος ένα δίσκο, η ιδιωτική ακρόαση. Δεν υπάρχει πια αυτό που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια. Επίσης και η ικανότητα να ακούσεις κάποια πράγματα ολοκληρωμένα, πολλοί ακούνε αποσπασματικά, πατάνε στο you tube ένα τραγούδι, ακούνε λίγο και πάνε παρακάτω. Η ιδέα ότι βάζω δέκα τραγούδια και φτιάχνω μια ενότητα, υπαγορεύοντας με τη σειρά που τα βάζω και έναν τρόπο ανάγνωσης της μουσικής, αυτό πια δεν υπάρχει. Με τη δισκογραφία είχες τη δυνατότητα να γράφεις και τραγούδια που δε γίνονταν μεγάλες επιτυχίες και αυτά αποτελούσαν μια μαγιά γύρω από τα άλλα τραγούδια. Αυτό έδινε και μία τόλμη στο δημιουργό να κάνει και κάτι που δεν υπολόγιζε ή χωρίς καμία συνταγή. Ή να δημιουργήσει μια πιο ιδιαίτερη στιγμή, που δεν την ακούγανε πάρα πολλοί, αλλά την ακούγανε αρκετοί. Αυτό όμως είναι ένα πρόβλημα για τη δημιουργία πλέον, γιατί το να παίξεις ένα τραγούδι στο λάιβ που δεν είναι μεγάλη επιτυχία, είναι μεγάλο βάσανο, σχεδόν δεν μπορείς να το υποστηρίξεις. Από τη στιγμή που το πράγμα βγαίνει πια τόσο εύκολα και δεν υπάρχει η διαδικασία, που βγαίνεις στο δισκοπωλείο και ψάχνεις και ρωτάς, αυτό, που σου έρχεται σαν πίτσα το τραγούδι στο σπίτι, κάτι ακόμα κρύβει. Εγώ βγήκα στη σκηνή πρώτη φορά στην Πλάκα στο Σείριο με το Χατζιδάκι και θυμάμαι τον κόσμο που ερχόταν με σεβασμό προς όλη αυτή τη διαδικασία. Τώρα ο κόσμος έρχεται με μια προπέτεια, με μια άνεση, έχει λείψει όλη η διαδρομή που πας να συναντήσεις κάτι, δεν το βλέπεις πια στα σώματα των ανθρώπων.

Ο Νίκος Ξυδάκης αυτόν τον καιρό γράφει τη μουσική για μια θεατρική παράσταση επάνω σε κείμενα του Γιώργου Χειμωνά, σε σκηνοθεσία του Κώστα Χατζή με τίτλο ο Βασιλιάς της Ασίας με τη Λυδία Κονιόρδου, που ανεβαίνει στο ίδρυμα Μ. Κακογιάννης στις 20 Οκτωβρίου. Στις 9 και 16 Οκτωβρίου θα είναι στο Χαμάμ μαζί με τον συγγραφέα Δημήτρη Στεφανάκη , στις «Μέρες Αλαξάνδρειας» του ομώνυμου μυθιστορήματός του.

 

Τον Ιανουάριο στο «Ρυθμό» μαζί με τον Λουδοβίκο των Ανωγείων.

 

Twitter: Nikos Orfanos

 

test