Ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος και «Το Μυστήριο της Πολιτείας Χάμελιν» | Της Δανάης Φαίδρας Θωμαΐδου

«Μακριά, μακριά, στον τόπο δίχως πρέπει, στον τόπο δίχως όχι, στον τόπο δίχως μη, μπείτε όλοι στη γραμμή…», ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί σε έναν τέτοιο φανταστικό τόπο;

 

Το συγκεκριμένο τραγούδι ακούγεται στην μουσικοθεατρική παράσταση «Το Μυστήριο της Πολιτείας Χάμελιν», η οποία αν και χαρακτηρίζεται “παιδική”, με ένα μαγικό τρόπο “γεμίζει” συναισθήματα τις ψυχές των ενηλίκων δίνοντας, παράλληλα, “τροφή” για σκέψη… Οι μικρότεροι ψυχαγωγούνται (με όλη την σημασία της λέξης) με πολύ διασκεδαστικό τρόπο, με οδηγούς και συνοδοιπόρους τους (αφού η παράσταση έχει και διαδραστικό χαρακτήρα) τους μενεστρέλους , τους τροβαδούρους, τους ιππότες, τα ποντίκια και πολλούς άλλους χαρακτήρες…

 

Μια παράσταση που μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών, το τραγούδι, την ζωντανή μουσική που παίζουν όλοι επί σκηνής, το χιούμορ, τις γρήγορες εναλλαγές ρόλων, το μυστήριο, την συγκίνηση, αποτελεί «θησαυρό» για κάθε παιδί.

 

Πηγή έμπνευσης για τον σκηνοθέτη Θωμά Μοσχόπουλο ήταν ο μεσαιωνικός θρύλος του Μαγεμένου Αυλού του Χάμελιν, που έχει ταξιδέψει μέσα στους αιώνες αφήνοντας το μυστήριο να πλανάται… Θα καταφέρουν οι νεαροί θεατές να το λύσουν, που, όπως λέει η παράδοση, το 1284 ένας παράξενος αυλητής έκανε όλα τα παιδιά της πολιτείας να τον ακολουθήσουν μαγεμένα ακούγοντας την μελωδία του, όπως ακριβώς είχε κάνει λίγο καιρό πριν με τα χιλιάδες ποντίκια που είχαν κατακτήσει την πόλη;

 

 

ΘΩΜΑΣ ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ

 

Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με “Το Μυστήριο της Πολιτείας Χάμελιν”;

Από μικρό παιδί είχα ενός είδους εμμονή με αυτό τον Μύθο. Μου κίνησε το ενδιαφέρον από την πρώτη φορά που το διάβασα και τριβέλιζε το μυαλό μου πολύ καιρό. Δεν είναι πολύ εύκολο να εξηγήσει κανείς γιατί κάποια στιγμή αισθάνεται ότι είναι η ώρα που επιλέγει να κάνει κάτι αντί για κάτι άλλο. Νομίζω ήταν πολλές οι συγκυρίες και αισθάνθηκα ότι ο μύθος έχει να πει πολλά πράγματα για την εποχή μας. Για το πώς η αίσθηση ευθύνης που έχουμε απέναντι στους εαυτούς μας και απέναντι στα παιδιά μας έχει κλονιστεί και έχουμε γίνει τόσο εγωκεντρικοί που ξεχνάμε ότι τα πράγματα δεν αρχίζουν και τελειώνουν με εμάς, αλλά πρέπει να συνεχίζονται. Ταυτόχρονα, οι διάφορες παραλλαγές που, κατά καιρούς, ήρθα σε επαφή, μου αυξάναν το ενδιαφέρον με μια αίσθηση “χιονοστιβάδας” και έτσι, κάποια στιγμή φέτος, αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτό τον Μύθο. Επίσης ζούμε σε μια εποχή που όλοι έχουν πολλά ερωτηματικά για το τί θα γίνει και αισθάνομαι ότι η ενεργοποίηση του θεατή στο να εμπλακεί στην επιλογή και στην κατασκευή μιας ιστορίας δημιουργεί μια άλλη σχέση κοινού και τεκτενόμενων επί σκηνής.

 

 

Πώς καταφέρατε να μοιάζει τόσο επίκαιρος ένας μύθος του Μεσαίωνα;

Δεν αλλάξαμε τον μύθος. Κάποιες φορές βλέπεις ότι κάτι που ίσχυε στο Μεσαίωνα δυστυχώς μπορεί να ισχύει και σήμερα. Έχει να κάνει με την ανθρώπινη ματαιοδοξία και την αλαζονεία, τη συνέπεια, τους φόβους. Το γεγονός ότι αυτή η παράσταση μιλά στην ουσία στον καθένα για τον εαυτό του, για τους φόβους του και τις αγωνίες του και αυτή η επικοινωνία, αυτή η αίσθηση ότι συνδεόμαστε μέσα από τις ιστορίες μας, είναι κάτι που εμένα με συγκινεί ιδιαιτέρως.

 

Είναι προφανές σε όποιον δει την παράσταση ότι έχει και… διδακτικό χαρακτήρα, τόσο για τους μικρούς όσο και για τους μεγάλους θεατές.

Ο φόβος και ο τρόμος, ενός ανθρώπου που κάνει θέατρο, είναι ο διδακτισμός με τη στενή έννοια! Περισσότερο με ενδιαφέρει η ευαισθητοποίηση. Διδακτισμό θα θεωρούσα κάτι που θα πρότεινε λύσεις, δεν προτείνονται λύσεις ούτε από το μύθο, ούτε από την παράσταση “το τί πρέπει να…”. Αφήνει ερωτηματικά. Στο τραγούδι του φινάλε λέει ότι στα αινίγματα και στο μυστήρια ο καθένας πρέπει να βρίσκει μόνος του τις απαντήσεις. Εμένα αυτό που με ενδιαφέρει είναι το να μπορούμε ξανά μέσα από το θέατρο, οι θεατές και οι άνθρωποι που κάνουμε αυτή τη δουλειά να μπορούμε να επικοινωνήσουμε ξανά και να μπούμε σε μια πιο δημιουργική αίσθηση μη εφησυχασμού.

 

 

Αναφερθήκατε στο τραγούδι του φινάλε, το οποίο ορίζουν τα παιδιά. Πώς προέκυψε αυτό;

Αυτό το ξεκίνησε από ένα πείσμα δικό μου! Πριν μερικά χρόνια είχαμε κάνει μια παράσταση, τον «Τυχερό στρατιώτη», βασισμένο σε ένα ρωσικό μύθο, ο οποίος είχε σαν θέμα έναν άνθρωπο που νόμιζε ότι νίκησε το θάνατο, τον έβαλε σε ένα σακούλι και ξαφνικά θεώρησε ότι για να σώσει το παιδί του που ήταν άρρωστο, έπρεπε να τον αφήσει να ξαναγυρίσει στην φύση και να τιμωρηθεί ο ίδιος για την αλαζονεία του. Γιατί οι άνθρωποι γερνούσαν και δεν πέθαιναν ποτέ με αποτέλεσμα να γίνει κατάρα αυτό που φαινομενικά φάνηκε σαν ευλογία στην αρχή. Είναι ένας πολύ ενδιαφέρον μύθος ο οποίος από πολλούς δασκάλους και γονείς θεωρήθηκε πολύ σκοτεινός. Είχαμε πολλές αντιδράσεις λέγοντας «Τί είναι αυτά; Γιατί δείχνετε τέτοια πράγματα; Εμείς ερχόμαστε να διασκεδάσουμε κ.λπ.»

 


Ψυχαγωγία και διασκέδαση είναι δύο διαφορετικές έννοιες…

Απολύτως. Υπάρχει ο φόβος της ευθύνης που έχει ο γονιός να συζητήσει τα σοβαρά θέματα με τα παιδιά του. Ο δάσκαλος ακόμα περισσότερο. Δυστυχώς οι περισσότεροι δάσκαλοι -πλην ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων- κάνουν μηχανικά τη δουλειά τους. Ήταν δύσκολο και απογοητευτικό να το βλέπεις αυτό, οπότε θεώρησα ότι αν δεις εδώ το μύθο που σαφέστατα έχει σκοτεινό τέλος, σαφέστατα έχει και ένα μεγάλο ερωτηματικό για το τί συνέβη εν τέλει, είπα ότι θα φτιάξω κάτι στο οποίο θα δούμε πραγματικά τα ίδια τα παιδιά και οι ενήλικοι θεατές να έχουν το περιθώριο επιλογής. Να μπορεί να διαλέξει ανάμεσα στο happy end, στο μυστήριο και στην περιπέτεια.

Σας πληροφορώ ότι ούτε μια φορά, τον ένα μήνα που παίζεται η παράσταση, κανένας δεν επέλεξε το happy end! Αυτό που θεωρητικά ζητούσαν οι δάσκαλοι και οι γονείς στις άλλες παραστάσεις το “τέλος καλό όλα καλά”, δεν έχει ψηφιστεί ούτε μια φορά! Μέχρι τώρα είναι ανάμεσα στο μυστήριο και την περιπέτεια. Πάντως σίγουρα το happy end, έτσι όπως έχει εξελιχθεί η ιστορία δεν τους ενδιαφέρει, δηλαδή δεν τους ενδιαφέρει το κλείσιμο που όλα τακτοποιούνται. Στην ουσία έτσι όπως είναι γραμμένο το φινάλε, το happy end, αφήνει πολλά περιθώρια στο μυστήριο και στο αίνιγμα, αλλά ήταν για μένα μια “προσωπική εκδίκηση”. Αυτή την αφελή αίσθηση που έχουμε ότι τα παιδιά θέλουν μόνο το “ροζ και τη χρυσόσκονη”, ενώ τα παραδοσιακά παραμύθια στην πλειοψηφία τους είναι πολύ σκοτεινά. Μια βασική λειτουργία των παραμυθιών είναι να ξορκίζουν τους φόβους, βάζοντάς τους μέσα, σχεδόν έχει έναν μυητικό χαρακτήρα το παραμύθι, υποσυνείδητα σε προετοιμάζει για τα σκοτεινά και τα δύσκολα και το να κάνεις ένα παραμύθι το οποίο να είναι ασφαλές και τρομερά τακτοποιημένο, χωρίς κάποια κενά στα οποία το παιδί να μπει στη διαδικασία να προβληματιστεί…

Νομίζω ότι το πρόβλημα ξεκινάει ότι οι γονείς και οι δάσκαλοι δεν έχουν το χρόνο ή φοβούνται, αισθάνονται οι ίδιοι αρκετά μη πλήρεις να μπουν στο διάλογο με το παιδί και να συζητήσουν και να εκτεθούν απέναντι σε αυτό. Οι περισσότεροι δάσκαλοι, όχι βέβαια όλοι, και δυστυχώς πολλοί γονείς θέλουν να τα “παρκάρουν” τα παιδιά, τα φέρνουν στην παράσταση για να περάσουν δυο ώρες ανέμελες, ενώ στην ουσία είναι μια λειτουργία που ενισχύει την επαφή του γονιού και παιδιού και αυτό μας ενδιαφέρει να συνεχίζεται. Υπήρξαν δηλαδή γονείς, φίλοι που μπορούσαμε να έχουμε άμεση επικοινωνία, που μας πήραν μια βδομάδα μετά και μας έλεγαν είμαστε ακόμα προβληματισμένοι, και τότε σκέφτεσαι ότι κάτι γίνεται…

 

 

Πώς αισθάνεστε για το ότι “κάτι γίνεται”;

Κάποια στιγμή δε θα έπρεπε να πάρουμε όλοι τις ευθύνες μας και να προσπαθήσουμε να γίνει κάτι; Αισθάνομαι καλά, αλλά ταυτόχρονα αισθάνομαι και την αγωνία του να είμαστε λίγο περισσότεροι κάθε φορά. Να προσπαθούμε λίγο συντονισμένα για τα πιο απλά πράγματα, έχουμε βρεθεί σε μια κατάσταση που όλα φαίνονται τόσο χαοτικά και με αυτό σχεδόν άλλοθι πια της κρίσης. Δεν μπορούμε όλοι να “πιπιλάμε” την έννοια της οικονομικής κρίσης, ηθική είναι η κρίση που ζούμε.

 

Την οποία θίγετε και μέσα στο έργο, κάτι φαίνεται από τις έμμεσες αναφορές που κάνετε για το ρατσισμό, για το φασισμό που εξακολουθεί να κινείται γύρω μας.

Για το κυνήγι της διαφορετικότητας, για όλα αυτά τα πράγματα, τα οποία μας έχουν οδηγήσει σε ένα συντηρητισμό σχεδόν Μεσαιωνικό.

 

 

Τι παίρνετε από τον κόσμο που βλέπει την παράσταση; Τι σας λένε για το μήνυμα που περνάτε, είτε ένα παιδί είτε ένας γονιός που είδε την παράσταση;

Η αλήθεια είναι ότι έχουμε πολύ συγκινητική ανταπόκριση. Στη σκηνή που τα παιδιά αναχωρούν από την πόλη, όταν το κοινό είναι μισό μισό και σηκώνονται όλα τα παιδιά και βγαίνουν έξω ακολουθώντας τον αυλητή, δημιουργεί μια πολύ μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση. Βλέπουμε τους γονείς να βγαίνουν ψάχνοντας τα παιδιά τους και σχεδόν κλαμένοι από την αναγωγή στο ότι το παιδί έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή θα φύγει. Από εκεί και πέρα υπάρχουν ατάκες παιδιών τις οποίες δε θα ξεχάσω. Κάποιο παιδί ρωτήθηκε από δάσκαλο του «γιατί νομίζεις ότι τα παιδιά ακολούθησαν τη μουσική του αυλητή και πήγαν από πίσω του;» και από την απάντηση του παιδιού με εντυπωσίασε το ότι θυμόταν μια πολύ συγκεκριμένη λεπτομέρεια, είπε δηλαδή το παιδί ότι «επειδή ο αυλητής φορούσε τα χρώματα της αγάπης και του μίσους, μόνο τα παιδιά μπορούν να αγαπούν και να μισούν με μεγάλη ένταση γιατί οι μεγάλοι αγαπούν και μισούν με μέτρια ένταση. Τόσο μέτρια που σχεδόν μπερδεύουν το πού είναι η αγάπη και πού το μίσος» και έμεινα εμβρόντητος με αυτή την ατάκα! Ένα άλλο παιδί απάντησε ότι «δεν υπήρχε κανένας σοβαρός γονιός να κλειδώσει την πόρτα για να μη φύγουν». Ο καθένας, είτε παιδί είτε ενήλικος, με τις αναγωγές του και με τις προβολές που κάνει στην δική του ζωή, λέει διαφορετικά πράγματα και ερμηνείες. Οποιοδήποτε έργο επί σκηνής ή οποιοδήποτε έργο τέχνης δεν πρέπει να κλείνει τα πράγματα σε πολύ συγκεκριμένες έννοιες, πρέπει να διατηρεί το στοιχείο του μύθου.

 

 

Πόσο σημαντική είναι η συνεργασία σας με τους νέους ηθοποιούς;

Δουλεύω με νέους ηθοποιούς και ομολογώ ότι βρίσκω μια άλλη ποιότητα από αυτή που έβρισκα σε γενιές ανθρώπων που με κάποιον τρόπο είχαν γαλουχηθεί σε μια “ευκολία”. Βλέπω ότι αρχίζει να αναδύεται ένα είδος πρακτικού ρομαντισμού, είναι δηλαδή άνθρωποι, οι οποίοι δε φοβούνται να κάνουν θυσίες. Νέα παιδιά, τα οποία χρησιμοποιούν τη νεανική τους ορμή για να χτίσουν κάτι γιατί δεν το έχουν έτοιμο. Άνθρωποι που τώρα είναι στα 30-35, που μεγάλωσαν κατευθείαν σε αυτή την έκρηξη της ψεύτικης ευμάρειας και που με κάποιο τρόπο είτε είχαν την ατυχία να μην έχουν πάρει τα εφόδια ότι υπάρχει και κάτι που λέγεται πόνος, κόπος, κόστος, υπάρχει διεκδίκηση, υπάρχουν πολλά ζητήματα τα οποία κανείς πρέπει να αναλάβει για να μπορέσει να θεωρήσει ότι του ανήκουν τα πράγματα, δηλαδή δεν του ανήκουν χαρισματικά. Σχεδόν ο περισσότερος κόσμος που γνωρίζω μεταξύ 30 και 40 θέλει να κάνει ομελέτα χωρίς να σπάσει τα αυγά και νομίζω ότι η κοινωνία μας το έζησε αυτό για πολλές δεκαετίες. Εγώ θυμάμαι δηλαδή το πώς ήταν πριν, θυμάμαι και αυτή την ενδιάμεση φάση, στην οποία ενδεχομένως να βρέθηκα κι εγώ όπως όλοι μας, αλλά τώρα αυτό αλλάζει και το βλέπεις από παιδιά που ξεκινούν τώρα και είναι 20 χρονών, τα οποία ξέρουν ότι πρέπει να σπάσουν αυγά για να κάνουν την ομελέτα… Αυτό είναι ένα πολύ δύσκολο και πικρό μάθημα αλλά είναι αναγκαίο, με κάποιον τρόπο πρέπει όλοι να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας.

 

 

Έχει πολύ ενδιαφέρον το πόσο χαρούμενη και συντονισμένη είναι η “παρέα” σας επί σκηνής.

Είναι βέβαια και άνθρωποι που συνεργάζομαι περισσότερα χρόνια και πολύ νεότεροι. Όταν βρίσκεις ένα πλαίσιο συνεννόησης και συνεργασίας, αυτό αυτομάτως δημιουργεί αυτή τη χαρά. Η μεγαλύτερη χαρά των ανθρώπων είναι το να μοιράζεται και όταν μπορούμε να βρούμε απλούς να επικοινωνήσουμε και να μοιραστούμε πράγματα η χαρά είναι εκεί, και μεταδίδεται με ένα περίεργο τρόπο. Αυτό το “κλείσιμο” στον εαυτό μας και η ανάγκη να χαρούμε με πράγματα που στερεοτυπικά μας λένε ότι «αν έχεις αυτό θα χαρείς, αν κατακτήσεις αυτή τη θέση θα χαρείς» κ.λπ. δε χαίρεσαι με αυτό! Χαίρεσαι όταν τη στεναχώρια σου, τη χαρά σου ή τη λύπη σου τη μοιράζεσαι, όταν δηλαδή αυτό που έχεις μπορείς να το μοιραστείς. Αυτό νομίζω ότι έχουμε καταφέρει και σαν θίασος. Αυτό παλεύω και προσπαθώ, να βρω κοινά στοιχεία να κατεβάσω το «εγώ» μου, αν θέλετε, αντίστοιχα και οι άνθρωποι με τους οποίους δουλεύω, ώστε να μπορέσουμε να βρούμε μια πλατφόρμα μέσα από την οποία να μπορούμε να πούμε ότι θα τονίσουμε τις ομοιότητές μας και όχι τις διαφορές μας.

Είναι άνθρωποι που δουλεύουν πάρα πολύ σκληρά, ενώ φαίνεται μια παράσταση που μπορεί να έχει έναν ανάλαφρο χαρακτήρα έχει πάρα πολύ δουλειά από κάτω. Κυρίως η δουλειά των ηθοποιών είναι πάρα πολλή απαιτητική και –με τον τρόπο που δουλεύουμε, για οικονομικούς λόγους- κάνουν τα πάντα. Δηλαδή στήσιμο-ξεστήσιμο σκηνικού, έχουν την απόλυτη ευθύνη αυτού που λέγεται παράσταση. Το θέατρο δηλαδή υπάρχει, αλλά σαν ένα κέλυφος, υπάρχει η αίσθηση μιας μικρής κολεκτίβας που έχουμε. Είναι ανακουφιστικό να βλέπεις ότι λειτουργεί αυτό. Σου δίνει κουράγιο να συνεχίσεις.

 

 

Εσείς ποιο τέλος θα διαλέγατε; Είναι κάποιο αγαπημένο σας;

Όχι δεν μπορώ πια να ξεχωρίσω αγαπημένο γιατί και τα τρία, επειδή το έχω γράψει εγώ, και τα τρία αντανακλούν ένα κάτι προσωπικό, δικό μου. Αυτό είναι και η μεγάλη ανακούφιση στο θέατρο, ότι μπορείς να βλέπεις τις αντιφάσεις σου να εναρμονίζονται. Εγώ μπορώ να ταυτιστώ με όλους τους ήρωες που είναι πάνω στη σκηνή, ακόμα και με τους πιο αρνητικούς, δηλαδή ξορκίζω τα δικά μου αρνητικά κομμάτια και όταν αυτό συμβαίνει, είναι σα να λες «ποιό από τα παιδιά σου θα διάλεγες;» Αυτό δε γίνεται, ακριβώς εκεί είναι η μαγεία του δράματος, ότι βλέπεις κάτι πάνω στη σκηνή και νιώθεις ότι όλοι έχουν δίκιο και όλοι έχουν άδικο ταυτόχρονα, και έτσι οξύνεις λίγο την κριτική σου σκέψη. Γίνεσαι λιγότερο αδιάλλακτος, και δίνεις λίγο χώρο στο να μην είσαι παρορμητικός στις αποφάσεις και στα στερεότυπά σου. Αυτό που ξορκίζει γενικότερα το θέατρο, είναι η αίσθηση ότι εγώ δεν είμαι διαφορετικός από τον πάσχοντα ήρωα. Και εγώ θα μπορούσα να κάνω τα λάθη του και εγώ θα μπορούσα να πέσω εκεί, οπότε μαλακώνει λίγο αυτή την αίσθηση παντοδυναμίας που μπορούμε να έχουμε και να κλειστούμε ξέροντας ότι εγώ τα γνωρίζω όλα, εγώ έχω όλες τις απαντήσεις όλοι οι άλλοι είναι λάθος και μόνο εγώ κάνω το σωστό ή όλοι θέλουν να πέσουν να με φάνε και εγώ είμαι το θύμα. Είμαστε και θύτες και θύματα και όλα! Δεν αντέχουμε αυτή τη σχετικότητα, θέλουμε λύσεις “κύβος Κνορ”, το ρίχνεις στο νερό, διαλύεται και γίνεται σούπα, θέλουμε πολύ άμεσα αποτελέσματα δεν αντέχουμε αυτή την τριβή…

 

Πληροφορίες

http://www.porta-theatre.gr/index.php/el/

 

Προτεινόμενο για παιδιά 6-96 ετών 

 

Συντελεστές

Κείμενο-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος

Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής

Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού

Κοστούμια: Κλαίρ Μπρέσγουελ

Kίνηση: Χαρά Κότσαλη

Φωτισμοί: Σοφία Αλεξιάδου

Βοηθός Σκηνοθέτης: Άννα Μιχελή

Βοηθός ενδυματολόγου: Μυρτώ Κοσμοπούλου

Βοηθός σκηνογράφου: Εύα Ανδρονικίδου

Ερμηνεύουν:

Άννα Καλαϊτζίδου, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Άνα Κίφου, Χαρά Κότσαλη, Γιώργος Παπαγεωργίου, Σωκράτης Πατσίκας, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος

 

*Φωτογραφίες από Kiki Pap

Η Δανάη Φαίδρα Θωμαΐδου αν και έχει εργαστεί, για 8 χρόνια, ως δημοσιογράφος σε τηλεοπτικό κανάλι, σχεδόν πάντα συστήνεται ως «δημοσιογράφος» (εντός εισαγωγικών) για λόγους που μόνο εκείνη ξέρει. Ονειρεύεται να διευρύνει τους… επαγγελματικούς ορίζοντές της & σε ένα εκατομμύριο άλλους δημιουργικούς τομείς. (ντοκιμαντέρ, κασκαντέρ, ανιματέρ, κοκ) Λατρεύει τους αγαπημένους της (ανθρώπους & σκύλους), τα ταξίδια, τα μπαχάρια, τις σβούρες, τα μεταλλικά κουτιά, τον M.Χατζηδάκι & τα blues. Όποτε “συννεφιάζει” επικίνδυνα ακούει το “Ain’t got no … I got life” της Nina Simone & αναθαρρεί. Τελειώνοντας, αναρωτιέται γιατί γράφει αυτές τις αράδες σε τρίτο πρόσωπο. Γιατί…;!


Link:Δανάη Φαίδρα Θωμαΐδου

test