Στο Σπίτι – με τον Αθανάσιο Καρανικόλα | Της Ελένης Ζυμαράκη Τζώρτζη

Η τελευταία ταινία του Αθανάσιου Καρανικόλα “Στο Σπίτι” κατάφερε να κερδίσει, πέρα από τις διεθνείς διακρίσεις και το ελληνικό κοινό.

Μετά το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, πραγματοποίησε την ελληνική της πρεμιέρα στο 20ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας και συνέχισε την επιτυχημένη πορεία της στις ελληνικές αίθουσες.

 

Πρόκειται για μία αριστοτεχνικής ευστοχίας προσέγγιση και ανάδειξη ζητημάτων που η κοινωνική και οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων έφεραν στην επιφάνεια δίχως αυτά να κατονομάζονται και να στοχοποιούνται ευθέως, δίχως καμία απόπειρα να ερμηνευθούν.

 

Ο θεατής αφήνεται να προσεγγίσει και να ερμηνεύσει αβίαστα τα γεγονότα με βάση τα δικά του βιώματα, εμπειρίες και προβληματισμούς. Η απόσταση ασφαλείας άλλωστε που του εξασφαλίζει ο σκηνοθέτης από όσα εκτυλίσσονται στην οθόνη είναι η ιδανική συνθήκη για τη δική του ουσιαστική εμπλοκή σε αυτά.

Στα πλαίσια αυτά προσκάλεσα τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη της ταινίας Α. Καρανικόλα σε μία συζήτηση θέτοντάς του τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μου για όσα από αυτά που καθρεφτίζονται Στο Σπίτι ένιωσα ότι με αγγίζουν, με ενοχλούν, με θυμώνουν, με αφορούν.

“Στο Σπίτι” είναι ο τίτλος της ταινίας και η λέξη Σπίτι κυριαρχεί κυριολεκτικά και συμβολικά σε αυτή. Ποιο όμως είναι το περιεχόμενο της λέξης; Σκέφτομαι πως οι λέξεις καθώς ωριμάζουμε και γνωρίζουμε τον εαυτό μας αποκτούν ουσιαστικό για εμάς περιεχόμενο κυρίως μέσα από τα βιώματά και τις εμπειρίες μας – για κάποιον Σπίτι μπορεί να είναι ο τόπος του ή το κτίριο στο οποίο κατοικεί, για κάποιον άλλο Σπίτι είναι οι άνθρωποι… Ποιο όμως είναι το συγκεκριμένο περιεχόμενο που δίνει ο Α. Καρανικόλας στη λέξη Σπίτι; «Θα σας απογοητεύσω γιατί όσο περνά ο καιρός οι λέξεις χάνουν με το χρόνο το περιεχόμενό τους για μένα. Προσεγγίζω τον κόσμο όλο και περισσότερο από εικόνες και για αυτό κάνω τις ταινίες που κάνω. Δεν ξέρω να σας πω τι είναι Σπίτι. Το ίδιο ρωτάει άλλωστε και η ταινία».

sto spiti photo1

Παραμένοντας στο περιεχόμενο της λέξης πάντα σε σχέση με την ταινία έχω την αίσθηση πως το Σπίτι συμμετέχει διττά στην αφήγηση καθώς πέρα από το ότι είναι ένα εντυπωσιακό αρχιτεκτόνημα, γεγονός που παραπέμπει στην οικονομική άνεση των ιδιοκτητών του, φέρει παράλληλα πάνω του τα σημάδια μιας ανεπαίσθητης σταδιακής παρακμής, φθοράς, μιας αίσθησης του ανολοκλήρωτου – υπάρχουν τρύπες στους τοίχους που δεν έχουν καλυφθεί, καλλώδια κρέμμονται ως αναμονές για κάτι… Ήταν πράγματι στις προθέσεις του σκηνοθέτη αυτές οι αναγνώσεις; «Δεν ήταν στις προθέσεις μου να μιλήσω για την οικονομική δυσκολία των ιδιοκτητών. Ήθελα απλώς να αφήσω το κτίριο να εκφραστεί σαν να ήταν ένας χαρακτήρας. Για αυτό και όταν βρήκαμε αυτό το χώρο αποφασίσαμε με την Αλίκη Κούβακα, που είναι υπεύθυνη για τα σκηνικά να μην αγγίξουμε τίποτε που να έχει κάτι να πει. Το ΣΠΙΤΙ είναι κι αυτό μία οντότητα και μιλάει τη δική του γλώσσα».

 

Παρόλα αυτά η οικονομική δυσπραγία του ζευγαριού είναι κάτι που μπορούμε να αντιληφθούμε μέσα από τις ομολογουμένως ελάχιστες φορές που αποσπασματικά μας επιτρέπεται να διεισδύσουμε στα ουσιαστικά ζητήματα που τους απασχολούν – αναγκαστικές απολύσεις προσωπικού, περικοπές πολυέξοδων δραστηριοτήτων, συζητήσεις για ενδεχόμενη μετακόμιση…

Στα πλαίσια αυτά άλλωστε τοποθετείται από τους ίδιους η ‘αναγκαστική’ απόλυση της Νάντιας, της γεωργιανής που τα τελευταία δώδεκα χρόνια εργάζεται και ζει στο Σπίτι. Μια απόλυση που ουσιαστικά ξεγυμνώνει το αναλώσιμο των ανθρωπινων σχέσεων της εποχής μας.

 

Τι είναι όμως τελικά αυτό που ‘λείπει’ από τους ιδιοκτήτες του Σπιτιού; πρόκειται για κάτι που είχαν και έχασαν στην πορεία ή για κάτι που ουσιαστικά δεν είχαν ποτέ; ρωτάω τον Α. Καρανικόλα. « Το ζευγάρι της ταινίας είναι άνθρωποι της εποχής τους, της τάξης τους, της κοινωνίας τους. Είναι προϊόντα ενός κόσμου, του κόσμου στον οποίο ζούμε. Μάλλον εκεί πρέπει να ψάξει κανείς. Δεν ήθελα να δείξω κανέναν με το δάχτυλο αλλά να δείξω τα πράγματα όπως νομίζω πως είναι. Κάθε θεατής μπορεί να σκεφτεί πώς θα λειτουργούσε εκείνος στη θέση των χαρακτήρων της ταινίας».

 

Η Νάντια είναι ο ρόλος κλειδί της ταινίας. Είναι ξεκάθαρο πως δεν ανήκει ισότιμα στην οικογένεια παρότι η ιδιοκτήτρια κάποια στιγμή αναφέρει πως τη νιώθει σαν αδελφή της. Οι ρόλοι είναι ξεκάθαροι, διακριτοί για τον καθένα. Αναρωτιέμαι αν υπό αυτές τις συνθήκες η Νάντια νιώθει την Ελλάδα ή την οικογένεια στην οποία εργάζεται ως Σπίτι της… Άλλωστε λέγεται πως όποιος γνωρίζει πολλές πατρίδες είναι δυστυχισμένος. Μεταφέρω αυτόν τον προβληματισμό στον σκηνοθέτη, ο οποίος ζει μόνιμα στο εξωτερικό: «Αποφεύγω τέτοιες λέξεις όπως ‘πατρίδα’, μία λέξη τόσο στραπατσαρισμένη και τόσο φορτισμένη αρνητικά. Πρέπει να εγκαταλείψουμε πια τα κλισέ για τους δυστυχισμένους μετανάστες και να κοιτάξουμε πώς θα γίνουμε πιο δραστήριοι πολίτες, πώς θα μας αφορούν περισσότερο οι άλλοι γύρω μας και πώς θα διαχειριζόμαστε ιδιαιτερότητες ολονών μας».

 

Τα λόγια του Α. Καρανικόλα σχετικά με την ανάγκη να γίνουμε πιο δραστήριοι πολίτες οδηγούν αναπόφευκτα στην παρουσία των παιδιών στην ταινία. Το ένα βρίσκεται ακόμη υπό την επιμέλεια του Σπιτιού, είναι υπό διαπαιδαγώγηση, το άλλο έχει βγει μέσα από αυτή. Μπορούμε να μιλάμε για μια γενιά ανθρώπων γαλουχημένη με ελλέιμματα ηθικής και αξιών τέτοια ώστε να μπορεί να συμπεριφέρεται όπως οι ενήλικες της ταινίας; «Η αθωότητα των παιδιών είναι ακόμη ένας μύθος με τον οποίο πρέπει να τελειώνουμε. Δε μιλάω για τα βρέφη αλλά τα παιδιά σε μια ηλικία όπως τα παιδιά της ταινίας, έχουν πια διαμορφωμένους χαρακτήρες και τελείως δικούς τους τρόπους να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα και να τη φέρνουν στα δικά τους μέτρα. Το άμεσο περιβάλλον τους φυσικά τα καθορίζει από νωρίς όπως κάθε κοινωνική ομάδα καθορίζει τα μέλη της. Στο αριστούργημα του Μίχαελ Χάνεκε ‘Η λευκή κορδέλα’ βλέπετε για τι πράγματα ήταν και είναι ικανά τα παιδιά ανάλογα με το πώς μεγαλώνουν».

 

Δε θα μπορούσα να μη σταθώ στη σκηνή της ταινίας με την απίστευτα άμεση επίδραση στον ψυχισμό του θεατή, τη σκηνή όπου το ηλικιωμένο ζευγάρι χορεύει το τραγούδι ‘Φως μες στο Σκοτάδι’ ένα τανγκό που έγραψε ειδικά για την ταινία η Μαριέττα Φαφούτη και ερμηνεύει η Μαρίτα Ρίζου. Σκέφτομαι πως το συναίσθημα όλης της ταινίας μοιάζει να συμπυκνώνεται σε αυτή τη σκηνή – μια χορογραφία μηχανιστικών κινήσεων ανάμεσα σε αποξενωμένους πια ανθρώπους – μία ερμηνεία που όμως δε συμμερίζεται ο σκηνοθέτης: « Εγώ δε βρίσκω τίποτε μηχανιστικό στις κινήσεις του ζευγαριού. Το αντίθετο θα έλεγα. Είναι απλώς ένα αγκαλιασμένο ζευγάρι, μιας ηλικίας άλλης από τους υπόλοιπους χαρακτήρες της ταινίας, από άλλη εποχή ίσως, όπως και το τραγούδι της Μαριέττας Φαφούτη, το οποίο γράφτηκε για αυτή τη σκηνή σε ύφος ρετρό και είναι στη μέση ενός τοπίου που το παίρνει στην κυριολεξία ο άνεμος. Για εμένα είναι μια εικόνα τρυφερή και πολύ γνώριμη. Είναι ίσως το συναισθηματικό και αφαιρετικό κέντρο της ταινίας».

sto spiti photo6

Η τελευταία σκηνή της ταινίας είναι ίσως και η πιο αισιόδοξη. Πρόκειται για τη μεγαλειώδη και συνάμα αθόρυβη έξοδο της Νάντιας από το Σπίτι. Μέχρι τότε έμοιαζε να είναι εγκλωβισμένη στο Σπίτι βιώνοντας μία επίπλαστη οικογενειακή θαλπωρή και ασφάλεια όμοια με την ασφάλεια που προσφέρει ένα κλουβί, στην περίπτωσή μας ένα χρυσό κλουβί. Βγαίνει για λίγο από αυτό αλλά πάντα επιστρέφει. Στην τελευταία σκηνή της ταινίας βρίσκει τη δύναμη να φύγει πραγματικά από αυτό. Ο καταλύτης για την ‘απελευθέρωσή’ της υπήρξε η αρρώστια και οι συνέπειες αυτής. Ήταν άραγε στις προθέσεις του Α. Καρανικόλα να κάνει ένα σχόλιο για την αδυναμία μας να απεγκλωβιστούμε, να απελευθερωθούμε από σχέσεις και καταστάσεις στις οποίες γνωρίζουμε ότι δεν ανήκουμε πραγματικά και που δεν μας καλύπτουν ουσιαστικά;

 

«Δεν έχω σκεφτεί κάτι τέτοιο, όταν έγραφα το σενάριο. Αυτή είναι μια δική σας ερμηνεία, την οποία δε θα συμμεριστώ αλλά ούτε φυσικά και θα απορρίψω. Είναι προνόμιο κάθε θεατή να διαβάσει την ταινία σύμφωνα με αυτό που ο ίδιος φέρνει στην προβολή και χαίρομαι όταν ακούω καινούριες αναγνώσεις».

 

Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση με τον Αθανάσιο Καρανικόλα ένα ερώτημα προκύπτει αυθόρμητα:

 

- Τι σας κάνει αισιόδοξο στην καθημερινότητά σας;

Μακάρι να ήξερα να σας απαντήσω…

Η Ελένη Ζυμαράκη Τζώρτζη έχει σπουδάσει παιδαγωγική, ιστορία της τέχνης και μουσειολογία. Ζει με την οικογένειά της στην Αθήνα.


Link:Ελένη Ζυμαράκη Τζώρτζη

test