Στροφή. | Της Βιβής Λιάκου

Λοιπόν. Ξαφνικά έχω αρχίσει και ζαλίζομαι στις στροφές..

Δε ζαλιζόμουν πότε, το θυμάμαι καλά, πηγαίναμε στο χωριό κάθε καλοκαίρι και η μητέρα ζαλιζόταν και εγώ και η Μαρία γελάγαμε και τώρα τα τελευταία χρόνια, δεν μπορώ να αντέξω ούτε δυο στροφές και το στομάχι μου δένεται κόμπος, νιώθω όλα μου τα όργανα να αλλάζουν θέση μεταξύ τους, νιώθω ότι ο εγκέφαλός μου είναι ζελέ και ταρακουνιέται και χτυπάει στις κοιλότητες του κρανίου μου, εντάξει, ίσως να ήμουν και στριμωγμένη, ίσως να ένιωθα και τον ιδρώτα να κυλάει.. 6άτομα στο αυτοκίνητο με τα μπουφάν και το αιρκοντίσιον να σε φυσάει, δεν είναι και λίγο..και μετά οι στροφές, άπαξ και ζαλιστείς μετά και η ευθεία σου φαίνεται ότι στριφογυρίζει.

Ίσως έφταιγε και ο λόγος που στριμωχτήκαμε όλοι σε ένα αυτοκίνητο, κηδεία, μακρινού συγγενή που έμενε μακριά.. δεν έχω ξαναπάει, ούτε σε κηδεία, αλλά ούτε στο μέρος που πάμε. Πολύ απομονωμένος συγγενής μπροστινοί κάθονται πιο άνετα και άρα έχουν όρεξη για κουβέντα. Ακούω και εγώ κάποια από αυτά που λένε, αλλά είμαι τόσο ζαλισμένη που δεν μπορώ να συνδέσω όλα τα κομμάτια..

”ζούσε εδώ πάνω ολομόναχος.. μονόχνοτος.. στα νιάτα του ήταν αλλιώς..

”θα ζητήσω οπωσδήποτε αναμετάδοση όταν σταματήσει το αυτοκίνητο, ακούγεται ενδιαφέρουσα η αλλαγή του θειου. Θειος πρέπει να ναι, δεν τα πάω καλά με τα οικογενειακά. Οι μόνοι συγγενείς που έχω κρατήσει επαφή είναι οι άλλοι 5 που είναι μαζί μου στο αυτοκίνητο..2 ξαδέλφια, οι γονείς μου κ η αδελφή μου.. Δεν ξέρω καν γιατί ήρθα σε αυτό το ταξίδι, σε αυτή την κηδεία.. ήταν αυτό που είπε ο παππούς να γνωρίσουμε την υπόλοιπη οικογένεια; ήταν η αδερφή μου που δεν ήθελε με τίποτα να έρθει χωρίς εμένα; ίσως κ η μητέρα μου που μου πε ψύχραιμη ”έλα, πες ότι κάνεις διακοπές, μια βόλτα στο βουνό”. Πάντως όπως κ να χει, αυτή τη στιγμή το μετανιώνω. Οι άλλοι μπροστά ακόμα μιλάνε, ο πατέρας με τον Δημήτρη. Κάθισαν οι άντρες μπροστά μιας και ”εμείς οι γυναίκες είμαστε πιο λεπτοκαμωμένες και χωράμε”. Χωράμε, ναι, αλλά είναι ένας αγώνας αντοχής μέχρι το τέλος. ”Στάση, στάση, κάνε μια στάση.. δεν αντέχω άλλο..”

Εγώ έχασα! Μου λένε πως το χωριό είναι στην επόμενη στροφή, επιτέλους. Μια βαθιά αναπνοή, και άλλη μία να πάει οξυγόνο παντού μπας και αντέξω και συνεχίζουμε. Αυτή τη φορά εγώ συνοδηγός, την κέρδισα αυτή τη θέση..

”Σε πόση ώρα είναι η κηδεία;”

”σε 2 ώρες, είσαι καλύτερα;”

΄΄ναι ναι όλα καλά.. τι λέγατε στο αμάξι, για τον θείο; πως ήταν παλιά”

Συζητάμε, ξέρουν τόσα για τον θείο, τον θείο που εγώ δεν ήξερα καν ότι υπάρχει, εντάξει μπορεί να ήξερα, μα ποτέ δεν αναρωτήθηκα τίποτα για αυτόν..

Όπως φαίνεται, δεν ήταν ακριβώς συγγενής μας, ήταν στενός φίλος της γιαγιάς που την βοήθησε τόσο πολύ στα νιάτα της, αλλά και στην συνέχεια, που ήταν σαν να ήταν μέλος της οικογένειας.. ήταν πολύ ευχάριστος άνθρωπος, λέει, αλλά κανείς δεν τον είχε δει ποτέ με γυναίκα.. και όσο μεγάλωνε κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό του… από τότε που πέθανε η γιαγιά είχε έρθει και εγκαταστάθηκε μόνιμα σε αυτό το χωριό και κανείς δεν είχε ακούσει τίποτα για αυτόν μέχρι τώρα που μας ενημέρωσαν για την κηδεία..

Κοίταξα λίγο τριγύρω στο σπίτι του, οι λιγοστές φωτογραφίες που είχε ήταν όλες από την οικογένεια μας, σε κάποιες ήταν και αυτός, ελάχιστες, φαίνεται πως αυτός τις τραβούσε. Είδα και το ”όργανο του εγκλήματος” μια παλιά κοντακ αφημένη πάνω σε ένα τραπεζάκι.

Θα ήθελα να τον είχα γνωρίσει.. να μου έλεγε τις ιστορίες του,όλοι οι άλλοι αφήνουν ένα μυστήριο να πλανάται γύρω από το άτομο του. Νομίζω όμως ότι απλά κανείς δεν ξέρει πολλά για αυτόν..

Δε θα ξέραμε καν οτι πέθανε αν δεν μας τηλεφωνούσε ο συμβολαιογράφος του να μας πει για την κηδεία και την διαθήκη του.

Ο ”Θείος” δεν είχε παιδιά, δεν είχε συγγενείς, δεν είχε κανέναν για οικογένεια, παρά μόνο τη γιαγιά, και αποφάσισε ότι είχε να το αφήσει στην οικογένεια της γιαγιάς, δηλαδή σε εμάς.

Παράξενο πολύ.

Πέθανε από γερατειά μας είπαν.. δεν είχε εχθρούς, παρά μόνο το χρόνο, και τη μοναξιά του.

Στην κηδεία δεν είχε πολύ κόσμο, το χωριό ήταν μικρό, το είχε διαλέξει με προσοχή για να περιορίσει τις κοινωνικές επαφές του.. ο ”θείος” δεν είχε εχθρούς, αλλά δεν είχε ούτε φίλους..

Ήμασταν απλά εμείς και κάτι άλλα μακρινά ξαδέρφια, και οι γυναίκες του χωριού που τον φρόντιζαν όπως μπορούσαν στα τελευταία του.

Δεν είχα ξαναπάει σε κηδεία, δεν ήξερα τι έπρεπε να πω, πως να αντιδράσω. Ήταν αμήχανα.

Ήταν σύντομη ευτυχώς. Προσπάθησα να μιλήσω λίγο με τους άλλους συγγενείς μας, αλλά μου ήταν δύσκολο, λίγο το αυτοκίνητο, λίγο η κηδεία, και πολύ ο χαρακτήρας μου που κλείνεται στο καβούκι του τις πιο ακατάλληλες στιγμές συνέθεσαν την εικόνα.

Την επόμενη θα φεύγαμε κάποιοι δουλεύαμε την δευτερα,και δεν ήθελα να σκέφτομαι την ανάποδη διαδρομή από αυτή που ήρθαμε. Όλες αυτές οι στροφές. Και μόνο στη σκέψη ζαλίζομαι. Το σπίτι που μας άφησε ο ”θείος” είναι όμορφο, αλλά μακριά, οι γονείς συζητάνε να το πουλήσουν.

Είναι κρίμα όμως γιατί ο ”θείος” που δεν ήξερε κανείς μας, το είχε φτιάξει μόνος του και ήταν τόσο προσεγμένο σαν να το έφτιαχνε για κάποιον που αγαπούσε πολύ. Και ξαφνικά πεθαίνει και το όμορφο σπίτι του περνάει στα χέρια συγγενών που δεν τον ξέρουν και που η πρώτη σκέψη είναι να το πουλήσουν.

Έτσι είναι, οι άνθρωποι μερικές φορές πεθαίνουν προτού προλάβουμε να τους γνωρίσουμε.. μερικές φορές πεθαίνουν προτού προλάβουν να γνωρίσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους.

Ο ”θείος” ήξερε τον εαυτό του, εμείς δεν τον ξέραμε.

Γυρνάμε πίσω.. τουλάχιστον αυτή τη φορά κάθομαι μπροστά, ο Δημήτρης θα πάει με τους άλλου συγγενείς για να είμαστε πιο άνετα.

Αλλά ο δρόμος είναι και πάλι γεμάτος στροφές και ακόμα κ χωρίς το στρίμωγμα του προηγούμενου ταξιδιού, παρά την άνεση της μπροστινής θέσης το κεφάλι μου αρχίζει πάλι και γυρίζει..

Τον συμπάθησα αυτόν τον ”θείο” είχε κάτι που με κάνει να σκέφτομαι..

Ίσως επικεντρωθώ σε αυτό για να βγάλω το ταξίδι..

 

Η Βιβή Λιάκου γεννήθηκε το Φεβρουάριο του 1991, σπουδάζει ιατρική στα Γιάννενα και γράφει ποιήματα και πεζά από μικρή ηλικία.


Link:Βιβή Λιάκου

NEWSLETTER

Name
Email *