«Το φως των πλάνων αστεριών» (απόσπασμα από το βιβλίο) | Tης Μαίρης Μανδάλη

Πέμπτη 18 Απριλίου 1985

Την Πέμπτη τον γύρισαν στο δωμάτιό του. Ήταν θέμα ωρών. Πόσο θα άντεχε η καρδιά. Ο ένας νεφρός είχε ήδη καταρρεύσει. Δεν είχε επαφή με το περιβάλλον.

Στις 11 το βράδυ ο Χομπς μίλησε σε μια νοσοκόμα. Εκείνη επέλεξε να πλησιάσει την Ερσαλία. Της μίλησε απλά, να καταλάβει. Ήταν θέμα ωρών της είπε. Καλύτερα να έφερνε κάποια ρούχα του για να τον ντύσουν.

«Δεν έχει κοστούμι μαζί του φέρει…» της απάντησε εκείνη στα ελληνικά, σαν χαμένη. «Αύριο έχει τα γενέθλιά του, το ξέρεις;» Ύστερα κοίταξε τα χέρια της, τα περιποιημένα άβαφα νύχια της. «Πρέπει να ξεβάψω τα νύχια μου!» αποφάσισε χωρίς νόημα. Ο εφιάλτης ξαναζωντάνευε. Πόσα χρόνια είχαν περάσει από εκείνη τη μέρα που είχε σε έξαλλη κατάσταση εισβάλλει στο σπίτι της Φρυνίχου, η μεγάλη αδερφή του Χρήστου; Του Χρήστου που ήδη έψαχναν στον κάμπο της Φθιώτιδας, είχαν βρει νεκρό, μα από λάθος είχαν την αδερφή του ειδοποιήσει. «Καλύτερα να ξεβάψεις τα νύχια σου νύφη μου!» της είχε πει πρώτη κουβέντα στο άνοιγμα της πόρτας, δείχνοντας θαρρείς με περιφρόνηση και αηδία τα όμορφα χέρια της Ερσαλίας με τα κόκκινα βαμμένα νύχια. Λες κι εκείνα τα νύχια είχαν πνίξει τον Χρήστο. «Πρέπει να ξεβάψω τα νύχια μου!» μονολόγησε και πάλι.

Η καρδιά του Αρίστου άντεξε όλη τη νύχτα. Η Τζούλια έμεινε δίπλα του μέχρι που άκουσε τον Χομπς από πάνω της. «Τελειώνει!» και τη νοσοκόμα του, με το μάγουλό της ακόμα σημαδεμένο να χάνει έναν λυγμό. Συνέχισε να του σιγομουρμουρίζει το νανούρισμα που είχε ντύσει την ευτυχία τους, μέχρι που το συνεχόμενο μπιπ του μηχανήματος, αυτό που με σαδισμό ακούγεται πιο δυνατά όταν νικιέται η καρδιά, το σκέπασε.

 

Το ξημέρωμα της δεκάτης ενάτης Απριλίου του 1985, ο Αρίστος στάθηκε όρθιος πάνω από τη γυναίκα που αγάπησε πιο πολύ κι απ’ τη ζωή του. Θέλησε να απλώσει το χέρι του να την αγγίξει, μα όταν το έκανε, εκείνη ήταν ήδη μακριά. Μα όχι, στεκόταν εκεί, μπροστά του, απρόσιτη όμως, ακίνητη, δίχως να κλαίει, παγωμένη, με τα όμορφα σκούρα μαλλιά της να ακολουθούν τη γρήγορη αναπνοή της. Φοβόταν; Δεν έπρεπε. Εκείνος δεν φοβόταν πια. Προσπάθησε και πάλι να της μιλήσει. Την ένιωθε πως υπέφερε, κι ας ήταν μόνο τα μαλλιά που σάλευαν η μοναδική απόδειξη ζωής.

Ο Αρίστος κοίταξε γύρω του. Αργά, θαρρείς μαγικά, το παγωμένο δωμάτιο άρχισε να αλλάζει όρια και σχήμα. Απόκτησε φως. Μύρισε Τοσκάνη. Εκείνος μοιράστηκε μαζί της ένα ποτήρι Μπρουνέλο. Εκείνη μοιράστηκε μαζί του αλήθειες της ζωής της που χρόνια την πλήγωναν.

Ύστερα το δωμάτιο άρχισε να αλλάζει και πάλι, χωρίς κάποια από τις προηγούμενες εικόνες να χάνεται εντελώς. Τώρα όμως καθρέφτιζε το παιχνίδι της θάλασσας με τον ήλιο. Ήταν ολόλευκο με τον έναν τοίχο του πέτρινο, από εκείνη την πέτρα την κίτρινη που χρύσιζε στο δειλινό, που έπαιρνε όλα του τα χρώματα. Ο Αρίστος γύρισε και έπιασε την Τζούλια από το χέρι. Της σχεδίασε στη σκόνη του ξύλινου πατώματος τα δωμάτια που θα έχτιζαν στους πάνω ορόφους, φύτεψε μαζί της τη μοβ βουκαμβίλια απέναντι από τη δύση, φύτεψαν και την ελιά, καλό οιωνό. Διάλεξαν ονόματα για το παιδί. Αν ήταν αγόρι, αν ήταν κορίτσι. Δεν φαντάζονταν πως θα τα χρησιμοποιούσαν και τα δύο. Γέλασε μαζί της.

Η θάλασσα χρύσισε στο βάθος. Ο Αρίστος χάζεψε γεμάτος περηφάνια τον Νικήτα που βούτηξε την ολοκαίνουργη AGFA του πατέρα του στη θάλασσα, γιατί ήθελε να φωτογραφίσει τα ψαράκια, καταστρέφοντάς την. Την επομένη ο Αρίστος περήφανος είχε αγόρασε δύο φωτογραφικές μηχανές. Μία για τον ίδιο και μία για το γιο του.

Λιγώθηκε με την τρυφερότητα της Φαίδρας, ήταν δεν ήταν πέντε χρονών, καθώς ανέβηκε για πολλοστή φορά στο πλάι της καρέκλας του μόλις τελείωσε το φαγητό της, ίσα που έφτασε να ακουμπήσει το μάγουλό της στο δικό του. «Άσε τον πατέρα σου να φάει καρδιά μου!», την ψευτομάλωσε η Τζούλια. «Πες, δεν θέλω άλλο!» του ψιθύρισε η μικρή στο αυτί. «Πες, δεν θέλω άλλο!» επανέλαβε εκείνος.

Αγκάλιασε τη γυναίκα του στη δροσιά των σεντονιών του πρωινού. Τράβηξε το κορμί της κοντά στο δικό του. Θέλησε να γευτεί τη μυρωδιά της. Θέλησε… Μικρά ποδαράκια αντήχησαν στο διάδρομο, μια φωνούλα ανήγγειλε την επερχόμενη άφιξη, λες και ήξερε πως χαλάστρα έκανε. Άνοιξαν κι οι δυο την αγκαλιά τους… «Από το γιο σου να το ‘βρεις κερατά!» μουρμούρισε στο γιο του γελώντας. Ξεκαρδίστηκε εκείνη.

Ξεκόλλησε κι άλλους αχινούς από την τσιμεντένια μικρή προβλήτα. Τους άνοιξε με το μαχαίρι του. Έριξε λεμόνι. Τους έδωσε από έναν.

«Πάω να βρω μουγκρί!»

«Όχι Φαίδρα. Θα πέσεις μέσα!»

«Θα βρω… αλλά δεν θα το σκοτώσεις το κοκόμοιρο!»

«Κα-κόμοιρο!»

«Μμμμ!». Γκριμάτσα έκανε στο αδερφό της, βρέθηκε στο θάλασσα. Βούτηξε ο Αρίστος, εκείνη είχε ήδη πιαστεί από τη σιδερένια σκάλα.

«Στη μαμά θα πούμε, πως έπεσες και βούτηξα να σε πιάσω!» του φώναξε όταν τον είδε να βγαίνει στην επιφάνεια με το βλέμμα του γεμάτο πανικό.

Ο Αρίστος έσφιξε στην αγκαλιά του με δύναμη δυο αγγελικά χαμόγελα, γέλασε με τα στραβά δοντάκια του Νικήτα -του χρόνου θα έπρεπε να φορέσει σιδεράκια- με τις φακίδες της Φαίδρας και τα κατακόκκινα μαλλιά που χτένιζε με μανία να ισιώσουν, τα έπλεκε κοτσιδάκια. «Σαν τη Σουβλίτσα είσαι αγάπη μου!»

«Αν εγώ είμαι η Σουβλίτσα, τότε αυτός είναι ο Κλούβιος!» έδειξε τον αδερφό της.

Όταν μεγάλωσαν λίγο, έγιναν ο Μπόμπεκ και ο Λόλεκ.

«Μπόλεκ, βρε μπαμπά!»

Η Τζούλια του χαμογέλασε γλυκά, με τη λατρεία αποτυπωμένη σ΄ εκείνο της το χαμόγελο. Τον πήρε αγκαλιά. Εκείνος ακούμπησε το κεφάλι του στην κοιλιά της. Άρχισε να του σιγομουρμουρίζει. Ένα νανούρισμα. Ξένο θαρρούσε. Ποτέ δεν του έλεγε. Ένιωσε τα βλέφαρά του βαριά. Πόσο ήθελε να κοιμηθεί εκεί στην αγκαλιά της, όπως τόσες άλλες φορές πριν! Μα σαν τα έκλεισε τα μάτια του, είδε και πάλι τον εαυτό του να φεύγει μακριά της. Έπρεπε να φύγει, της έλεγε, ενώ εκείνη τώρα έκλαιγε. Έπρεπε όμως να την αποχαιρετήσει. «Μην κλαις ψυχή μου!».

Υποσχόταν πως κι εκείνος δεν θα έκλαιγε… είδε τη μάνα του κάπου πιο πέρα. Την Ερσαλία, τα παιδιά της. Μια σκιά στεκόταν λίγο πιο μακριά. Μια σκιά άγνωστη. Δεν την ξεχώριζε ο Αρίστος. Μα δεν την φοβόταν κιόλας. Με παιδάκι έμοιαζε. Ίσως ήταν εκείνος μικρός. Ναι, σαν να ήταν εκείνος μικρός, μόνο με ξανθά μαλλιά. Η Τζούλια τον φώναζε. Μπορεί και να τον ταρακουνούσε. Δεν μπορούσε να της μιλήσει. Έπρεπε να φύγει. Ο Χρήστος, ο Μάριος… ο πατέρας του; Τους ένιωθε τώρα πίσω του. Μαζί και μια σκιά ακόμα, που πάλι δεν αναγνώριζε. Οικεία κι αυτή. Φωτεινή, όχι σκοτεινή, διόλου τρομακτική. Τους χαμογέλασε. Ξαναγύρισε στην Τζούλια. Έπρεπε να φύγει. Ήθελε μόνο να της πει πως θα την αγαπούσε για πάντα. Εκείνη…. τα παιδιά… το νανούρισμά της. Για πάντα... «στο χείλος του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε απ’ τη γη!»

 

Το ξημέρωμα της δεκάτης ενάτης Απριλίου του 1985, βρήκε την Ελένα Σημαντώνη ξάγρυπνη στο διαμέρισμά της στο Χάμπστεντ του Λονδίνου. Τυλιγμένη με μια κουβέρτα στην ποδιά του παραθύρου της, αγνάντευε τη βρεγμένη Ντάουνσαϊρ Χιλλ παίζοντας με το χρυσό της δαχτυλίδι με τον γρανάτη, περιμένοντας. Η τελευταία ανάσα του Αρίστου ήχησε εκκωφαντικά στη σιωπή της καρδιά της που χτύπησε δυνατά. Τόσο δυνατά που λες και ξεκόλλησε από τη θέση της, λες και χωρίστηκε στα δυο. Η σαρανταεξάχρονη γυναίκα, σήκωσε τα χέρια στο πρόσωπό της, σφάλισε τα βλέφαρά της και εξέπνευσε!

 

Η Μαίρη Μανδάλη είναι Συγγραφέας και Πολιτικός Μηχανικός

Facebook:Μαίρη Μανδάλη

Facebook Page:Το φως των πλάνων αστεριών • Μαίρη Μανδάλη

http://www.vassosotiriou.gr/%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CF%81%CE%B7-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CE%B1%CE%BB%CE%B7/