Ανεξιχνίαστο μυστήριο του Αντώνη Τσόκου

Κοίταξε από το ευρυγώνιο ματάκι της εξώπορτας, αφουγκράστηκε τους θορύβους, κι αφού σιγουρεύτηκε ότι κανένας ενοχλητικός γείτονας δεν βρισκόταν στους πολυσύχναστους διαδρόμους της πολυκατοικίας, βγήκε από το διαμέρισμα, πατώντας κατακέφαλα το ταλαιπωρημένο χαλάκι της εισόδου.

Μεσημέρι Πέμπτης. Το φώς της ταράτσας έπεφτε αμείλικτο στα στέκια της σκόνης. Μια περίεργη μυρωδιά ανέβαινε τα σκαλοπάτια του τέταρτου ορόφου, περνούσε το πλατύσκαλο του πέμπτου, έστριβε στο κλιμακοστάσιο και το έσκαγε από το σπασμένο τζάμι, στο βάθος του διαδρόμου.

Κλείδωσε την πόρτα, κλώτσησε διακριτικά τα διαφημιστικά φυλλάδια των ταχυφαγάδικων στη γειτονική πόρτα, και έτεινε χέρι φιλίας στο λευκό κουμπί του ασανσέρ. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο καντράν που έδειχνε με κόκκινα γράμματα ένα σακατεμένο ψηφιακό δύο. Έπαιξε νευρικά τα κλειδιά του, περιμένοντας να εμφανιστεί το παχουλό τοξάκι που έδειχνε προς τον χαραγμένο, στο μεταλλικό ταμπελάκι του κατασκευαστή, έρωτα της Δ. με τον Ν. Μάταια. Ο θάλαμος είχε κολλήσει στον δεύτερο όροφο.

Ένιωσε την ανάγκη να κλωτσήσει κάτι. Η πόρτα του ασανσέρ θα έκανε πολύ θόρυβο κι έτσι ο προφυλακτήρας από τα μποτάκια του τράνταξε το σοβατεπί της διπλανής κολόνας. Απέστειλε μια βρισιά στο συντηρητή, άλλη μια στον διαχειριστή κι άρχισε να κατεβαίνει  νευρικά τις σκάλες. Πενήντα επτά σκαλοπάτια, τέσσερα αποτσίγαρα και οχτώ λασπωμένα χαλάκια εισόδου μέτρησε μέχρι τον δεύτερο όροφο.

Κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ. Τράβηξε με δύναμη την πόρτα, χωρίς καμία ανταπόκριση. Ο θάλαμος είχε κολλήσει ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο. Χτύπησε με δύναμη το διακόπτη των φώτων που στο μεταξύ είχαν σβήσει, μάζεψε τα νεύρα του και ετοιμάστηκε να διανύσει τα τελευταία τριάντα οχτώ σκαλοπάτια που του απέμεναν μέχρι τον τερματισμό.

Όταν ο διάδρομος φώτισε ξανά, παρατήρησε μερικές ροζ κηλίδες που χάραζαν πορεία από την πόρτα του ασανσέρ προς τις σκάλες. Ακολούθησε το δρόμο που είχαν ανοίξει. Το τελευταίο ροζ ίχνος σταματούσε στο γωνιακό διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Να δεις που κάποιος χθες το βράδυ σκότωσε τον Ροζ Πάνθηρα σκέφτηκε χαμογελώντας. Με γρήγορο βήμα  κατέβηκε τα τελευταία σκαλοπάτια και χάθηκε βιαστικά από την είσοδο της πολυκατοικίας.

Μισή ώρα αργότερα. Η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε. Μια κοκκινομάλλα γύρω στα τριάντα βγήκε παρέα μ’ ένα καστανόξανθο κοριτσάκι που έσερνε από χέρι της έναν πελώριο ταλαιπωρημένο Ροζ πάνθηρα.

Ο Αντώνης Τσόκος γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1976. Σπούδασε Τεχνικός Η/Υ & Δικτύων. Με τη συγγραφή ασχολείται εντατικά τα τελευταία 5 χρόνια, γράφοντας πεζά, ποίηση και παραμύθια.

Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στο Λογοτεχνικό Περιοδικό «Μύρτιλο», στο  Ηλεκτρονικό Περιοδικό Ποίησης «Tο παράθυρο» , στο χώρο Τέχνης και Λόγου «το βιβλίο.net» και κάποια από αυτά έχουν ακουστεί στο ραδιόφωνο.

Τα περισσότερα από τα έργα του αναρτώνται στο προσωπικό του ιστολόγιο 'στεριανή ζάλη'.

 http://sterianizali.wordpress.com/