Στον Μύτικα... | της Μαίρης Μανδάλη

Σεπτέμβρης μήνας κι ο κόσμος πια αραιωμένος…

Σταθήκαμε στη μέση του δρόμου, ακριβώς μπροστά από το σπίτι, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, με τα πρόσωπά μας στραμμένα στη θάλασσα. Σιωπηλοί. Κάθε τόσο στρέφαμε το κεφάλι δεξιά-αριστερά, ψάχνοντας για τις «επτά διαφορές» του τόπου γύρω μας, με την εικόνα του μυαλού μας. Την εικόνα του παιδικού μας μυαλού, στο οποίο είχε γενναία, ανεξίτηλα εγκατασταθεί ανάμεσα σε τόσες και τώρα τις έσπρωχνε για να αναδυθεί.

Μπροστά η παραλία, σκούρα άμμος και λίγες πέτρες, με τη θάλασσα ρηχή και ανήσυχη. Ποτέ δεν ησύχαζε το απόγευμα. Ποιο απόγευμα; Με το που έπιανε δώδεκα το μεσημέρι, άρχιζε να σκουραίνει απ’ τα βαθιά, να ρυτιδιάζει. Ότι καιρό και να είχε, φυσούσε δεν φυσούσε.

Το παλιό μεταλλικό παγκάκι, το πράσινο, με τα τρία μαδέρια τα καρφωμένα στο σιδερένιο σκελετό, τα θαλασσοφαγωμένα και άβολα, που σημάδευαν τα πόδια μας, είχε αντικατασταθεί από καινούριο, πιο άνετο, με πλάτη.

Η λεύκα από πάνω του θεόρατη πια. Θυμήθηκα τη μέρα που την κουβάλησε ο πατέρας μου, την φύτεψε εκεί στην άκρη, πριν τη κατεβασιά της παραλίας. Θυμήθηκα πώς είχε στηρίξει τον λεπτό κορμό της σε ένα χοντρό καλάμι από τον Μύτικα. Μαζί, οι τρεις μας είχαμε πάει να το κόψουμε, εκείνος, ο αδελφός μου κι εγώ, είχαμε διαλέξει το πιο χοντρό, το είχαμε μπήξει στο χώμα. Θα το έβγαζε το καλοκαίρι, είχε πει ο μπαμπάς, θα το βοηθούσε το δεντράκι, μιας κι ο θαλασσινός αέρας δεν λογάριαζε το εύθραυστο της ηλικίας του. Στα χρόνια που είχαν ακολουθήσει, τη χαιρόμασταν που θέριευε, πιο γρήγορα από μας ψήλωνε, γιατί αυτή είχε από μικρή αναγκαστεί να παλεύει με τους αέρηδες.

Μια πνοή έκανε το φύλλωμά της να θροΐσει. Πήρα τον ήχο, μαζί με τη λέξη τη μελωδική -«θρόισμα»! δεν είναι από μόνη της η λέξη, ο ήχος ο ίδιος;- και έστρεψα το βλέμμα στον μύτικα. Είδα τον αδελφό μου να κάνει το ίδιο. Αγκάλιασα το γύρισμα της γης, τη μύτη που χωνόταν στη θάλασσα, που έκρυβε την υπόλοιπη ακτογραμμή, τις καλαμιές δεξιά μετά την άμμο, τις λεύκες στο βάθος, εκεί που κατασκήνωναν κάθε καλοκαίρι δυο-τρεις οικογένειες, σε σκηνές και σε καρότσες φορτηγών, μακριά από τον οικισμό, ορατές μόνο σε μας, στα μάτια των μικρών εξερευνητών.

Κίνησα για εκεί. Λίγα σπίτια καινούρια, είχαν επεκτείνει τον οικισμό σε βάρος του μύτικα. Όταν προσπεράσαμε το τελευταίο, άρχισα να μετράω τα βήματά μου στην παραλία που πλάταινε. Σήκωνα κάθε τόσο το βλέμμα μου στο τέρμα, εκεί που ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει κι ύστερα το επέστρεφα στο έδαφος, προσπαθώντας να βρω, λες κι αυτό ήταν ποτέ δυνατό, το σημείο που είχαμε βρει το άγριο κυκλάμινο, πανέμορφο, χωμένο στην άμμο άκουσον-άκουσον. Το είχαμε με προσοχή βγάλει από κει, το είχαμε πάρει μέσα σε σακούλα με λίγο χώμα και βρεγμένα βαμβάκια, να αντέξει τη διαδρομή, να το φυτέψουμε σε ζαρντινιέρα στην πόλη. Χρόνια θέριευε, κάθε Σεπτέμβρη, στα γενέθλιά μου, γέμιζε μωβ λουλούδια, κάθε χρονιά και πιο πολλά. Τουλάχιστον για δέκα χρόνια το περίμενα, να γιορτάσουμε μαζί, για ολόδικό μου το λογάριαζα, μέχρι που μάλλον ήρθε η ώρα του κι ένα Σεπτέμβρη, εκείνον που έφυγα φοιτήτρια, δεν ξανά άνθισε.

«Γιατί μίκρυνε ο τόπος;»

Η φωνή του αδελφού μου με έκανε να ξανασηκώσω το βλέμμα. Ήμασταν σχεδόν στην άκρη, στον Μύτικα. Κιόλας; Κιόλας!

«Γιατί μίκρυνε ο τόπος;» Πάντα ερχόμασταν, πολλά παιδιά μαζί, με τα ποδήλατα μέχρι τις καλαμιές. Ύστερα το παίρναμε με τα πόδια, άλλοτε μέχρι τη μύτη, άλλοτε για να χωθούμε μέσα στις λεύκες, να πιάσουμε τα τζιτζίκια να τζιτζικάνε, για λίγο να τα κάνουμε να τραγουδήσουν ανάμεσα στα δάχτυλά μας κι ύστερα να τα αφήσουμε πάλι πάνω στον κορμό. Πάντα κουβαλούσαμε παγούρια με νερό και κανένα μπισκότο γεμιστό, γιατί μακρύς ήταν ο δρόμος, δίψαγες και πεινούσες!

«Πώς μίκρυνε ο τόπος;» Δέκα λεπτά δεν μας είχε πάρει μέχρι τη μύτη. Σταθήκαμε εκεί, με τον οικισμό στα αριστερά μας και την εικόνα του παιδικού μυαλού, οδυνηρά αλλιώτικη. Πού είχε χαθεί η περιπέτεια; Αυτή που φτιάχναμε με τη φαντασία μας, με τον τόπο να μας συνδράμει;

«Μίκρυνε ο τόπος!» του είπα.

Με κοίταξε και χαμογέλασε λίγο πικρά.

Μίκρυνε η περιπέτεια του παιδικού μυαλού, χάθηκε η ηλικία εκείνη που τα βλέπει όλα μεγάλα, όλα κατόρθωμα. Που κάθε μέρα είναι ένα επίτευγμα. Που όλα έχουν αξία, είναι σημαντικά, κρύβουν προσμονή, έξαψη, χαρά.

Άπλωσε το χέρι του και με αγκάλιασε. Με φίλησε στο μέτωπο. Τον ήλιο που πυρωνόταν στη δύση του, ίδιο τον θυμόμουν. Πήρα βαθιά ανάσα, να ρουφήξω παλιές γνώριμες μυρωδιές. Ούτε αυτές είχαν αλλάξει, τι καλά! Θυμήθηκα έναν γκιώνη που με είχε ξυπνήσει το προηγούμενο βράδυ. Χρόνια πολλά είχα να ακούσω, κι είχα ξενυχτήσει με τη φωνή του τη λυπητερή, μα τόσο γνώριμη. Ξαναγύρισα στις μυρωδιές. Φύκια που είχαν ξεβραστεί, αλμύρα, σκοίνα…

Άρχισα να μετράω τα βήματά μου της επιστροφής. Αυτή τη φορά πιο ψηλά, σύριζα στις καλαμιές. Ήξερα πως δεν είχα πολλά. Γρήγορα θα τέλειωναν κι αυτές, γρήγορα θα φτάναμε πάλι στα πρώτα σπίτια. Είχα εκείνο το συναίσθημα το παράλογο, το βλακώδες, εκείνο το πλάκωμα που δεν σε αφήνει να χαρείς τη στιγμή, γιατί αναλώνεσαι με τη σκέψη πως θα τελειώσει σύντομα.

Και τότε το είδα. Φυτρωμένο στην άμμο. Ήδη ανθισμένο, με εκείνο το ντελικάτο μωβ, το μοναδικό σε όλο τον τόπο. Πέντε λουλούδια όλα κι όλα, όμορφα, εύθραυστα.

Δεν μου πέρασε λεπτό από το μυαλό να το αφήσω εκεί. Ήταν αυτονόητο πως θα το έπαιρνα μαζί μου. Άρχισα με τα χέρια μου να σκάβω στην άμμο γύρω του. Ο αδελφός μου με έσπρωξε απαλά. Έβγαλε το σουγιά του κι άρχισε να σκάβει. Μας έπιασαν τα γέλια. Ζούσαμε την ίδια στιγμή ξανά. Το κράτησα στις χούφτες μου μέχρι το αυτοκίνητο, μέχρι να το βολέψουμε, να αντέξει το ταξίδι. Γύρισα και κοίταξα τον ήλιο που έσβηνε στη θάλασσα, στον Μύτικα, μόλις δέκα λεπτά δρόμο μακριά.

«Τελικά, δεν μίκρυνε ο τόπος!» του ψιθύρισα συνωμοτικά.

 

Η Μαίρη Μανδάλη είναι Συγγραφέας και Πολιτικός Μηχανικός

Facebook:Μαίρη Μανδάλη

Facebook Page:Το φως των πλάνων αστεριών • Μαίρη Μανδάλη

http://www.vassosotiriou.gr/%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CF%81%CE%B7-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CE%B1%CE%BB%CE%B7/