http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/ covergk-is-176.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/ritacover1gk-is-176.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/makriniwthcover8gk-is-176.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/artlimited_img257932gk-is-176.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/woman-windowgk-is-176.jpglink
0 1 2 3 4

Πίσω απ’ την οθόνη, της Ρίτας Δαλεζίου

Απόψε περίμενα. Τι ακριβώς μη με ρωτήσεις. Ψέματα δεν θέλω να σου πω. Ξαφνικά ξημέρωσε Ιούλιος. Πολύ χειρότερο ήταν, μάλιστα, το γεγονός ότι αντιλήφθηκα ότι ο μήνας καβατζάρησε και το πρώτο δεκαπενθήμερο, ενώσω εγώ χάζευα αδιάφορη εδώ κι εκεί.

Επιστρέφοντας αποκαμωμένη από χιλιάδες λέξεις, δεκάδες ασήμαντες ειδήσεις, πάρκαρα το αυτοκίνητο, σαν κατατονική, ακριβώς στη θέση του, πήρα το laptop από τη θέση του συνοδηγού και ξεκίνησα σκυφτή, κατηφής, αδιάφορη, να κατευθύνομαι προς το σπίτι.

Έχω μια τρελή γάτα. Δεν ξέρω αν στο έχω πει. Τρελή καλά-καλά. Για τα μέσα τα κελιά των οικόσιτων ζώων, τ' ανήλιαγα. Καμιά φορά, θυμάται πως είναι σπιτίσια γάτα κι έρχεται να με προϋπαντήσει στο πάρκινγκ. Σαν σκύλος, βέβαια, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση. Γύρισα και την κοίταξα, θυμήθηκα πόσο ψυχοπαθής είναι, της μίλησα γλυκά, μου αντέτεινε ένα ακατανόητο κουλούριασμα της ουράς κι έπειτα εξαφανίστηκε νιαουρίζοντας σκιαγμένη κάτω από έναν θάμνο. Πού να βρεις λογαριασμό;

Βαδίζοντας προς το σπίτι κατάλαβα ότι ένας πουνέντες σχεδόν θυμωμένος μαστίγωνε το πρόσωπό μου. Ιδανική στιγμή για να σηκώσω τα μάτια να δω τι συμβαίνει στα εγκόσμια. Όταν, κλεισμένος κανείς επί 13 ώρες σε καθόλου ευάερα και καθόλου ευήλια περιβάλλοντα, τζογάρει τη ζωή του στο μείον άπειρο, η επαφή με την ωμή πραγματικότητα που προσφέρει το φυσικό περιβάλλον, μπορεί να τον στείλει στο πυρ το εξώτερο. Δεν ξέρω, βέβαια, τι ακριβώς, μπορεί να είναι το «πυρ το εξώτερο», αλλά για καλό πράγμα δεν ακούγεται σίγουρα.

Στα «εγκόσμια» συνέβαινε «πανικός και ομίχλη», που λέει κι ένας φίλος, λογιστής στο επάγγελμα, όταν αναφέρεται στο φορολογικό. Εγώ, όπως ξέρεις, δεν καταλαβαίνω γρι από το φορολογικό, αλλά, φαντάζομαι ότι για να το λέει κάτι παραπάνω θα ξέρει. Τι να πω; Ο ίδιος μου ανακοίνωσε προ ημερών ότι θα πάρω επιστροφή φόρου 5,46 ευρώ, οπότε, δεν μπορεί, ένα δίκιο θα το 'χει ο έρμος, αν σκεφτώ ότι πέρυσι πλήρωσα ενάμιση συκώτι μου σε φόρο. Τα 5,46 ευρώ, πάντως, θέλω να τα πάρω πίσω οπωσδήποτε και να κεράσω τους φίλους μου μπίρες. Δύο μπίρες πέντε φίλους. Δεν έχει σημασία. Η πρόθεση, λένε, μετράει.

Με τούτα και με 'κείνα, με σκέψεις σε χαοτική αταξία, γύρισα το κλειδί και άνοιξα την πόρτα. Εδώ, ούτε τρελές γάτες (μιας κι απ' την τρέλα τους θεωρούν ότι πίσω από την πόρτα σίγουρα κρύβεται κάποιο σφαγείο μικρών ζώων και δεν μπαίνουν), ούτε λογιστές με άποψη, ούτε ανήλιαγες λέξεις. Μόνο ένα τοπίο που θύμιζε σκηνικό επίθεσης αυτοκτονίας μετά την εκκαθάριση από την αστυνομία. Για μια στιγμή, νόμιζα ότι κάποιος είχε μπει στο σπίτι, αλλά, ευτυχώς, σύντομα θυμήθηκα ότι σε αυτό ακριβώς το χάλι το είχα αφήσει και στις 7.10 τι πρωί, πριν τα μάτια μου παραδοθούν σε μια ανόητη ανατολή που σηκωνόταν προκλητικά από απέναντι.

Προς το παρόν, όμως, εγώ είχα να κάνω με τη δύση, η οποία, στο τελευταίο ξέσπασμά της, σήκωνε τα πόδια προκλητικά, εκλιπαρώντας με να παρακολουθήσω το πρόστυχο παιχνίδι της. Αποσβολωμένη εγώ, τρίκλιζα μεταξύ σαλονιού και κουζίνας, στοιχηματίζοντας τη σωτηρία της «μόστρας» μου ή της κρυστάλλινης φρουτιέρας που μου ‘δωσε η μάνα μου γιατί δεν την ήθελε πλέον, επιμένοντας ότι ταιριάζει γάντι πάνω στους τόμους του Hobsbawm, αφού, κατ’ αυτήν: «έτσι κι αλλιώς τους παρατάς όπου να ‘ναι». Πού να ‘ξερε και ο συχωρεμένος ο Ericότι μετά από χρόνια πάνω στον κόπο του θα ξάπλωνε μια κακάσχημη κρυστάλλινη φρουτιέρα;

Λες και δεν είχα δει ποτέ πριν χιλιάδες ηλιοβασιλέματα απ' το ίδιο μπαλκόνι, χωρίς καν να τους δώσω σημασία, βγήκα έξω μαγνητισμένη. Αυτή τη φορά όμως, κάτι έγινε. Πρόφαση; Ανάγκη; Δεν ξέρω. Μπήκα στο σπίτι απ' την ανατολή και έτρεξα στη δύση. Στο μπαλκόνι που με τύφλωνε αυτό το ανάπηρο ηλιοβασίλεμα. Δεν ήταν το πιο ωραίο που είχα δει. Ούτε καν το πιο «politically correct». Έτσι κουτσό, όπως ήταν, ημιτελές απ' τη θολούρα του αέρα και της υγρασίας, δεν άφηνε περιθώριο παρανόησης. Ήμουν εγώ.

-«Σιγά μην ήσουν εσύ», είπε μια φωνή κατευθείαν μέσα απ' το στομάχι μου.

-«Τι είπε αυτό;», ονειρεύτηκα και την ίδια ώρα τα χέρια μου αυτόματα άνοιξαν το pcγια να συμπληρώσουν ακόμη τρεις-τέσσερις ώρες στην ήδη επιβαρυμένη παραίτησή μου, μπροστά στην ολόφωτη οθόνη.

Περίμενα, είναι αλήθεια. Τα δάχτυλά μου δεν άνοιξαν στη λογική καμιάς τυχαιότητας το laptop. Σ' έψαχναν. Σ' έψαχναν μ' έναν τρόπο άλλον, που δεν ήξερε το κορμί να ψελλίσει. Είχε ξεχάσει. Κι έτσι, απλώς, σ' έψαξαν στην πιο γνώριμη διαδρομή.

Η γάτα νιαούριζε λυσσασμένη απ' έξω. Είχα μόνο ροδάκινα στο ψυγείο και σκέφτηκα «πόσο άλλο να με μισήσει μια γάτα;» και δεν της άνοιξα. Ακόμη συνεχίζει ν' αλυχτάει. Δεν ξέρω γιατί.

Έβαλα μια τσικουδιά παγωμένη. Η πρώτη γουλιά ήταν σχεδόν σαν σφυριά στα μηνίγγια, αλλά την κατάπια μ' ενθουσιασμό. Πριν προλάβω να σκεφτώ αν με σκέφτηκες, χτύπησε το τηλέφωνο.

«Τι κάνεις μωρέλι'μ;».

Ο Γιώργης απ' την Άγρα. Τι να κάνω ρε Γιώρη;

«Όλα καλά ρε φίλε. Εσύ;».

Μιλήσαμε για ανέμους και ύδατα και για κάτι ποστάλια ετοιμόρροπα που μας χώρισαν ανεπιστρεπτί όσο εμείς κοιτούσαμε αλλού.

«Και να σου ειπώ και κάτ' μωρέλι'μ; Εσύ έχεις νταλκά βαρύ».

Είπε ο Γιώρης θεωρώντας τον εαυτό του κάτι λιγότερο από προφήτη.

«Νταλκά;» Αυτό κάνει ταινία δεκαετίας '60 και βγάλε. Τι είναι «νταλκάς»;

Παράτησα το Γιώρη και τον «νταλκά» του γιατί δεν ήταν και πολύ συμβατός με τα «γαλλικά» και τα «πιάνα» μου. Βέβαια, πιάνο δεν έμαθα ποτέ. Μόνο το «Όλη η δόξα όλη η χάρη» και το «Danza Popolare Russa», αλλά το τελευταίο προσποιήσου ότι δεν στο είπα.  

Κατάφερα να «μπω» στο pc. Εκατοντάδες άχρηστα mails, εσύ πουθενά. Ανοίγω τη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης. Μήνυμα και εσύ να λες «είσαι ακόμη στη δουλειά»; Χαμογελάω. Δεν είμαι ακόμη εκεί. Επέστρεψα και ήθελα να σ' «ακούσω». Το «άκουσμα» έχει προσλάβει πλέον ένα ολότελα νέο περιεχόμενο. Δεν αφορά τ' «αυτιά». Ούτε το «βλέπω» αφορά τα «μάτια». Δύο βασικά αισθητήρια όργανα καταργούνται μεμιάς κι όμως αυτό δεν λέει απολύτως τίποτα για ‘μένα.

-«Μόλις επέστρεψα σπίτι, μωρό μου, alive but nearly dying. Έβαλα και μια τσικουδιά για να χαλαρώσω. Στην υγειά σου»

-«Εντάξει. Αλλά να σε προσέχεις λίγο»

Καλά. Ήθελα να σε δω, όμως. Αλλά τα μίλια πολλά. Πλοία, αεροπλάνα, λεωφορεία. Ολόκληρες θάλασσες και λεωφόροι ανάμεσά μας. Τι να πρωτοπολεμήσω;

«Έννοια σου, μάτια μου, θα με προσέχω».

Έβαλα και δεύτερη τσικουδιά, αλλά μάταια.

Ούτε το οινόπνευμα ούτε ο γιουλιάτικος ζέφυρος βοηθάνε να μην σκέφτομαι. Χρειάστηκαν 37 χρόνια για να καταλήξω στο -προφανές για άλλους- συμπέρασμα ότι είναι εντάξει και η συνθήκη «σκέφτομαι». Δεν πειράζει να σε σκέφτομαι. Έχω μια γλυκερή, σχεδόν ανόητη, φάτσα όταν σε σκέφτομαι. Χαμογελάω απλανώς όταν διαβάζω μήνυμά σου και στο διπλανό γραφείο, μέσα απ’ το τζάμι, με βλέπει ο Κώστας και κουνάει το κεφάλι του προβληματισμένος.

Είναι εντάξει, λοιπόν. Είναι εντάξει να μην έχω «όραση» και «ακοή». Είναι εντάξει να σου γράφω «σε θέλω» σε tahoma 12αρι ή να κολλάω μια παρένθεση δίπλα στην άνω-κάτω τελεία για να εμφανιστεί στην οθόνη ένα χαρούμενο ανθρωπάκι. Δεν είμαι εγώ, είναι όμως το μισό χαμόγελό μου.

Για το άλλο μισό, για την ένταση που έχει μια αγκαλιά, μετά τα πρώτα λεπτά αμηχανίας, για το απαλό φιλί στο λαιμό με το αντάμωμα, για τις ατελείωτες ώρες που κουλουριαζόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον, ο ένας μέσα στον άλλον, για τις συζητήσεις, τα αστεία και τα πνιχτά νυχτερινά χαχανητά, ευτυχώς δεν τυφλωθήκαμε ακόμη. Εκείνες τις ώρες λειτουργούν όλες οι αισθήσεις και ίσως και μερικές ακόμη που η επιστήμη παρέλειψε να καταγράψει.

«Οι άνθρωποι είναι οι στιγμές τους»

Τα σύμπαντά μας συναντήθηκαν σε μια ταλάντωση ηλεκτρική. Βγάλαμε δειλά το «εγώ» μας απ’ τις σκοτεινές εταζέρες που ‘ταν καλά κλεισμένο, ασφαλές και απείραχτο, σαν τα μυρωδάτα πεσκίρια της μάνας μας και το αφήσαμε να ταξιδέψει. Αμολητές οι ψυχές, συνεπαρμένες από συναισθήματα μέχρι χτες απαρνημένα, κόβουν βόλτες πάνω απ’ τις στιγμές μας. Και καμιά φορά μας κόβουν την αναπνοή.

«Καληνύχτα, μάτια μου. Σε φιλώ γλυκά»

Θα σε ΔΩ σύντομα.

 

Ρίτα Δαλεζίου

 

Η Ρίτα Δαλεζίου είναι... απλώς η Ρίτα. Μισεί τις "ταμπέλες" και αγαπάει τη λευτεριά της θάλασσας και τη θλίψη των μεγάλων λιμανιών. Σπούδασε Δημοσιογραφία και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Φύλου στην Κοινωνική Ανθρωπολογία και Ιστορία. Ασχολείται θεωρητικά και πρακτικά με τη μετανάστευση και την κοινωνική ένταξη και ζει στη Σύρο.