Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα…μέρος 2ον, του Νίκου Ορφανού

Έκλεισε το ραδιόφωνο. Ζαλίστηκε όλη μέρα κρεμασμένος να ακούει ειδήσεις και συζητήσεις στα πάνελ. Ένιωσε μια στάλα ιδρώτα να κυλάει στο μέτωπό του. «Τι ζέστη και η σημερινή», συλλογίστηκε αποκαμωμένος. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο, πήρε ένα μπουκάλι και γέμισε με κρύο νερό ένα ποτήρι. Έριξε μέσα και δύο παγάκια. Στον πάγκο ήταν το μισάνοιχτο ταψάκι. Πήρε ένα μικρό πιάτο, σήκωσε το χαρτί περιτυλίγματος και έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ρεβανί. Μαλακό και σιροπιαστό, το πασπάλισε με λίγη κανέλα, και ξανατύλιξε το ταψάκι με το χαρτί. Του το είχαν στείλει χτες το βράδυ, φρέσκο φρέσκο.

 

Πήρε το πιάτο με το ποτήρι το νερό και ξανακάθισε στο σαλόνι. Έκοψε μια πιρουνιά και την ώρα που ετοιμαζόταν να την απολαύσει, το βλέμμα του έπεσε σε ένα φωτοτυπημένο δεμένο τόμο, που είχε πέσει κάτω από το τραπεζάκι με τις εφημερίδες. «Εδώ είναι ακόμη το αναθεματισμένο», σκέφτηκε. Αυτό που του στοίχισε την επανεκλογή του. Έπρεπε να του το είχε φέρει στο κεφάλι του χοντρού, και του αλλουνού του τουρίστα που έκανε τον αρχηγό. Η δυσάρεστη αίσθηση των γεγονότων του περασμένου έτους του έκοψε προς στιγμή την όρεξη, αλλά μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Η πιρουνιά με το νοστιμότατο σερμπέτι αιωρήθηκε μπροστά στο στόμα του, πριν περάσει μέσα, ποτίζοντας με τη γλυκιά του γεύση όλη του τη γλώσσα.

 

Σαν να άνοιξε το χρονοντούλαπο με την απόλαυση της ίδιας για δεκαετίες παραδοσιακής συνταγής του γλυκού, ο Μάκης, άρχισε να θυμάται. Τη Βέροια φτωχική, τη δεκαετία του εβδομήντα, προτού οι επιδοτήσεις στα ροδάκινα εκτοξεύσουν τις κατασκευές στα ύψη. Τα ξενύχτια τραγουδώντας Θεοδωράκη στα βυζαντινά στενά της παλιάς πόλης και αργότερα στα τοπικά σκυλάδικα με τις αθηναίες τραγουδιάρες να τον κοιτάνε λάγνα καθότι πλέον ήταν τρανός και επιφανής. Τον πρώτο του μεγάλο έρωτα. «Α, ρε Μάκη, σε είπαμε να βρεις γκόμενα, όχι να παντρευτείς, βρέη», «άστο παιδί καλέ, τι του λες;», α, ρε μάνα, μόνο εσύ με καταλάβαινες.

 

Έκοψε δεύτερη πιρουνιά και το σαλόνι γέμισε χειροκροτήματα και φωνές. Ξαφνικά σηκώθηκε, και άρχισε να χαιρετάει ένα αόρατο πλήθος που τον αποθέωνε. «Κύριε Πρόεδρε, σας ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη σας», ο Πρόεδρος του χαμογέλασε, ρούφηξε μια από την πίπα του, και προχώρησε στο βάθος, μαζί με αυτόν τον κομψευάμενο εκ Γερμανίας.

 

Θρίαμβος ο Μάκης! Δάγκωσε τη δεύτερη πιρουνιά, το σιροπάκι έσταξε στο πάτωμα, θα έλεγες σα δάκρυ από τη συγκίνησή του, «αγαπητοί φίλοι, σύντροφοι και συντρόφισσες», φράσεις από τις ρωγμές του χρόνου να αναπηδούν στα αυτιά του, «δε θα σας προδώσω ποτέ».

 

Ζέστη. Πολλή ζέστη. Ροδάκινα να πέφτουν στο οδόστρωμα από τα ξέχειλα φορτηγά. Στο συνέδριο στο τραπέζι στην εξέδρα, τα υπάκουα στελέχη του αρχηγού υποκλίθηκαν, ανέβηκε στο βήμα, όλο το στάδιο τον καταχειροκρότησε, μια ομιλία αισιοδοξίας, για αυτιά ανθρώπων με γεμάτες τσέπες. Δάγκωσε μια τρίτη πιρουνιά. Στην κάψα του Καρδιτσιώτικου κάμπου, με τα μπαμπάκια να τα παίρνει ο άνεμος, «σου αρέσει εδώ;», «ωραία, είναι», τα τσίπουρα στο γραφείο, τα κρασιά, και αυτή η επαρχιώτικη μεσημεριανή ερημιά που του πλάκωνε την ψυχή. Μεσημέρι και βροχή στην επαρχία, κι αυτός να μοιράζει επιδοτήσεις και άτοκα δάνεια στην αγροτιά.

 

Τέταρτη πιρουνιά, και η μεγάλη κάθοδος στην Αθήνα. Περιτριγυρισμένος από αστυνομικούς, στον τελευταίο όροφο στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, να αγναντεύει τη θάλασσα πέρα στο Σαρωνικό. Ο φρουρός της πόλης. Τα ταξίδια στην Αμερική, αχ τι ωραία χρόνια και ο ηλίθιος που του έσκασε η μπόμπα στα χέρια. Κάθε χώρα έχει τους τρομοκράτες που της αξίζουν, σκέφτηκε. Μια μπόμπα τον ανέβασε και μια άλλη τον κατέβασε.

Παράτησε το πιατάκι με το γλυκό. Σηκώθηκε. Έκλεισε το κλιματιστικό. Ο ήχος του μηνύματος στο κινητό του, του τράβηξε την προσοχή. Διάβασε, «ό,τι είπαμε ψωμί κι αλάτι ρε Μάκη. Θα βάλεις πλάτη να σε προτείνω;». «Βαγγελάρα μου μαζί σου ως το τέλος», έγραψε. Άκου φίλε μου, σκέφτηκε, ποιος να το ‘λεγε ποτέ ότι θα έλεγα κάτι τέτοιο.

 

Παράτησε το κινητό. Περπάτησε λίγο πάνω κάτω. Πήρε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη. Μύριζε καινουργίλα. Το ξεφύλλισε. «Μα να μη μπορώ να συγκεντρωθώ να διαβάσω ένα κανονικό βιβλίο σαν άνθρωπος. Δε βαριέσαι, καθένας με την τέχνη του». 

 

Παράτησε το βιβλίο εκεί που ήταν και πριν. Ήπιε μια γουλιά κρύο νερό. Αναζωογονήθηκε. Ξανακοίταξε το δεμένο τόμο. Τον έβγαλε από το πάκο με τις εφημερίδες. Έπιασε το χαρτοκόπτη, έβγαλε προσεκτικά τους συνδετήρες και οι σελίδες έπεσαν στο πάτωμα. «Κάτω το μνημόνιο», σκέφτηκε και τον έπιασαν τα γέλια. Πήρε λίγες σελίδες στα χέρια του και τις έσκισε με μανία. «Να! Να! Να! Δε θα σε διαβάσω ποτέ; Ακούς; Ποτέ!» άρχισε να ουρλιάζει. 

 

Μάζεψε όλα τα σκισμένα χαρτιά και τα έριξε στη σακούλα της ανακύκλωσης. Άνοιξε τον υπολογιστή. «Κι όμως είμαι ακόμα εδώ!», σκέφτηκε. «Και αυτό το καλοκαίρι! Χαχα! Που είναι ο Κώστας; Ο Γιώργος; Ο Τάσος; Ο Χρήστος; Η Άννα; Πουθενά, εγώ είμαι ακόμη εδώ.» Μπήκε στο youtube, και βρήκε ένα τραγούδι του Πάνου Γαβαλά. Πάτησε play και άρχισε να σιγοτραγουδάει… «αγάπη μου φεύγω και πάω στα ξένα…γυρεύοντας τύχη για σένα, για μέεναα.. Μα αν τύχει και αποτύχω και δεν θα πλουτίσω, στα ξένα θα μείνω και δεν θα γυρίσωωω…» Ένα υπουργείο γαμώτο, ένα υπουργείο, τώρα καταλάβαινε το Σαμαρά, εφτά χρόνια κλεισμένος σε ένα σπίτι να περιμένει το τηλεφώνημα εκείνο.

 

Το κουδούνισμα του τηλεφώνου τον επανέφερε απότομα. Το έπιασε αμέσως. Είδε στην οθόνη αυτό που περίμενε με τόσο καημό: «Ναι;», «Μάκη είσαι σε ανοιχτή ακρόαση με τον κύριο πρόεδρο, μας ακούς;», «Μάλιστα, καλησπέρα κύριε πρόεδρε!». «Μάκη υποδομές και μεταφορές, είσαι;», «Ό,τι πείτε κύριε πρόεδρε, σας ευχαριστώ πολύ». «Καλώς. Θα σε πάρουν για τα περαιτέρω».

 

Κοίταξε γύρω του στο σαλόνι με θρίαμβο στα μάτια. Ευτυχώς που δεν του ζήτησαν να μιλήσουν μέσω σκάηπ, να τον βλέπανε ότι ήτανε με τα σώβρακα. Το τελευταίο κομμάτι ρεβανί το μπούκωσε ολόκληρο. Μασουλώντας το ακόμη και πλέοντας σε μια θάλασσα υπέρτατης ευτυχίας, έβαλε ένα τραγούδι στον υπολογιστή. Δυνάμωσε τον ήχο να τον ακούει μέχρι μέσα και ξανάπιασε το τραγούδι, καθώς άνοιγε τη ντουλάπα κι άρχισε να πετάει τα κοστούμια στο κρεβάτι με χορευτικές κινήσεις: “My mama told me when I was young, we are all born superstars… I’m on the right track baby, I was born this way, baby I was born this wayyy!”

 

«Πρέπει να στείλω μια ανθοδέσμη σε αυτή τη Γκάγκα, κοτζάμ υπουργός θαυμαστής, δε θα ψαρώσει λες;».

 

Τερμάτισε το βόλιουμ και πήδηξε χορεύοντας επάνω στο κρεβάτι!


Twitter: Nikos Orfanos