Find us in Facebook Follow us in Twitter

 

http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/58735_477588092275761_14301gk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/tumblr_m65ogswmv81r6jaxwo1_gk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/_gk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/provias2gk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/2541580gk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/orfanosthemegk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/koublisgk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/artlimited_img173681gk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/148984_305522039568049_1826151624_ngk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/proviassiteiamgegk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/Edmondo-Senatoregk-is-145.jpglink
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10

Βαγγέλης Προβιάς - Ερωτική επιστολή σε έναν σπουδαίο άντρα.

Όταν ήμουν μικρός τις περισσότερες φορές έτρωγα μόνος. Απέναντι από την πόρτα της κουζίνας, στο χωλ, σε μία κοιλότητα του τοίχου, βρισκόταν μία μικρή εντοιχισμένη βιβλιοθήκη, γεμάτη με όχι και τόσο καλές (όπως διαπίστωσα αργότερα) εκδόσεις κλασικών τίτλων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι μεταφράσεις ήταν στραμπουληγμένες, η εκτύπωση μέτρια, ανά μία δύο σελίδες υπήρχε κάποιο γράμμα επιπλέον, μία πρόταση τυπωμένη κάπως στραβά. Τα μεσημέρια, όταν καθόμουν για φαγητό, έπαιρνα έναν από τους καφέ τόμους και όσο έτρωγα διάβαζα. Πόλεμος και Ειρήνη. Έγκλημα και Τιμωρία. Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ. Και... η Κυρία με το Σκυλάκι.

Ήταν πολύ ιδιαίτερος αυτός ο τόμος. Επρόκειτο για τον μοναδικό της σειράς που δεν ήταν μυθιστόρημα αλλά συλλογή διηγημάτων. Επίσης, ήταν κείνος που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, με μεγάλη διαφορά μάλιστα, μου προκαλούσε αντιφατικά συναισθήματα. Μου άρεσε που είχε μικρές ιστορίες και έτσι μπορούσα να διαβάσω μία ολοκληρωμένη «πλοκή» όσο έτρωγα. Δεν μου άρεσε όμως που όλες έμοιαζαν να κόβονται απότομα, σαν να έπρεπε εγώ να γράψω το τέλος, που δεν υπήρχε ξεκάθαρη κατάληξη στην ιστορία. Μου προκαλούσε θλίψη με τους φτωχούς ήρωες, τις δυσκολίες της ζωής τους, τα βάσανα που περνούσαν για ένα κομμάτι ψωμί. Αλλά και με έκανε να γελώ πολύ με τα παθήματα των Ρώσων δημοσίων υπαλλήλων και αξιωματούχων του 19ου αιώνα – παθήματα που όμως δεν ήταν ακριβώς αστεία, δεν ήταν μόνο αστεία, είχαν και μία έντονη, αν και υφέρπουσα, πτυχή λύπης. Και βέβαια με μπέρδευε, γιατί ασφαλώς δεν είχα ως παιδί δυνατότητα να εκτιμήσω την «λεπτότητα» πολλών ιστοριών και μου φαίνονταν απλώς... βαρετές.

Μία από αυτές, τις ανιαρές, και η Κυρία με το Σκυλάκι. Μου πήρε χρόνια να εκτιμήσω την υπαινικτικότατα της, να μπορέσω να αναγνωρίσω το μέγα βάθος της πίκρας που εγκιβωτίζει, το πόσο εύστοχο σχόλιο είναι σχετικά με την δειλία της ανθρώπινης φύσης, την άψογη αρχιτεκτονική με την οποία είναι χτισμένη, τον αριστουργηματικό τρόπο που ζωντανεύει τους χαρακτήρες με 5 μόνο διαλόγους. Ευτυχώς, τώρα, σήμερα, αυτό το διήγημα κάθε φορά που το διαβάζω είναι ένα καινούργιο πράγμα. Πιο πλούσιο, πολυεπίπεδο, ζωντανό, ζουμερό, ανατρεπτικό, εκπαιδευτικό... με  το ειδικό βάρος και την πυκνότητα μυθιστορήματος πολλών χιλιάδων σελίδων και ας είναι τόσο μικρό, τόσο περιορισμένο σε λέξεις. Είναι, όμως, τόσο ανοιχτό στην πραγματική ζωή.

Με αυτόν τον τόμο, τον γεμάτο λάθη, σε αυτές τις περιστάσεις γνώρισα τους ήρωες του Τσέχωφ. Τον εραστή της Κυρίας με το σκυλάκι, έναν άντρα δειλό αλλά και τρυφερό. Το κοριτσάκι – βασανισμένο δουλάκι που έπνιξε το νεογέννητο μωρό που φρόντιζε για να μπορέσει να κοιμηθεί – και καλά του έκανε. Τον πιτσιρικά υπηρέτη που έγραψε γράμμα στον παππού του στο χωριό να έλθει να τον πάρει διότι υπέφερε στα χέρια των αφεντικών του – και αφού το έγραψε, το έκλεισε σε ένα φάκελο στον οποίο, πριν τον ρίξει στο ταχυδρομικό κουτί, έγραψε απλώς «στον παππού μου στο χωριό» και το μικρό του όνομα, χωρίς ούτε επίθετο ούτε ονομασία χωριού. Ύστερα, στην εφηβεία ανακάλυψα και άλλες ιστορίες του, διάβασα και ξαναδιάβασα τις παλιές του, σε καλύτερες μεταφράσεις, έκανα μία γρήγορη επίσκεψη και στα θεατρικά του. Και μετά, ανακάλυψα και τον ίδιο.

Πίστευα όσο τον διάβαζα ότι θα ήταν ένας σεβάσμιος παππούς – με ζωή γεμάτη εμπειρίες, γνώσεις. Ήμουν σίγουρος πως ένας τόσο αξιαγάπητος άνθρωπος θα είχε πεθάνει σε βαθιά γεράματα, περιστοιχισμένος από εγγόνια, δίπλα σε μία γυναίκα που θα τον λάτρευε σα Θεό, ανάμεσα σε πολλούς φίλους. Πόσο στεναχωρήθηκα όταν ανακάλυψα την αλήθεια... το πόσο μοναχικός υπήρξε, πόσο άτυχος στον έρωτα, πόσο υπέφερε από φτώχια και ανασφάλεια. Και βέβαια, πόσο νέος πέθανε. Συγκλονίστηκα. Τι θα είχε γίνει αν δεν περνούσε στην από κει όχθη στα 44, αλλά στα 54, στα 64, στα 74, στα 84; Πόσο ήθελα να είχε ζήσει αλλά τόσα χρόνια. Και ας μην ξανάγραφε τίποτε – δεν με ένοιαζε, θα διάβαζα ξανά και ξανά ό,τι πρόλαβε να γράψει, ας μην ακουμπούσε χαρτί... αρκεί να ζούσε κι άλλο.

Ήρθα ακόμα πιο κοντά του. Έμαθα Ρώσικα για να τον διαβάσω όπως ακριβώς έγραψε, πήγα στο σπίτι του στην Μόσχα, απέκτησα καλές μεταφράσεις των έργων του αλλά και τα άπαντά του στο πρωτότυπο – αγορασμένα σε ένα αξέχαστο βιβλιοπωλείο στην Ρωσική πρωτεύουσα. Τον σκέφτομαι καθημερινά. Αισθάνομαι σαν να του το χρωστώ. Μου κράτησε τόσο καλή συντροφιά στα γεύματα μου, όταν ήμουν μικρός.

Ο Βαγγέλης Προβιάς είναι κειμενογράφος και συγγραφέας με συμμετοχή στο συλλογικό έργο «Θεσσαλονίκη 2012: Διαγωνισμός Διηγήματος» (εκδ. Ιανός).