Find us in Facebook Follow us in Twitter

 

http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/58735_477588092275761_14301gk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/tumblr_m65ogswmv81r6jaxwo1_gk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/_gk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/provias2gk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/2541580gk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/orfanosthemegk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/koublisgk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/artlimited_img173681gk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/148984_305522039568049_1826151624_ngk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/proviassiteiamgegk-is-145.jpglink
http://www.themachine.gr/modules/mod_image_show_gk4/cache/Edmondo-Senatoregk-is-145.jpglink
0 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10

Μαίρη Μανδάλη - Ένα ποδήλατο που αγαπήθηκε πολύ

Τα πράγματα δεν είναι πάντα απλά, μια σύμπτωση, ένα τερτίπι της φύσης ή ένα φυσικό επακόλουθο. Ας πούμε πως ένα δέντρο -που βρίσκεται από μια απλή απόφαση στιγμής με ένα ποδήλατο στηριγμένο στον κορμό του- αποφασίζει να μεγαλώσει με και γύρω από αυτό, να το σηκώσει ψηλά, να το κάνει ένα με τη ζωή του. Είναι πολύ πιθανό, αυτό το γεγονός από μόνο του να μην είναι απλώς εντυπωσιακό. Είναι πολύ πιθανό πίσω του να κρύβεται μια εξίσου εντυπωσιακή, μοιραία ιστορία.

Μου το είχαν περιγράψει από μέρες κι εκείνο το απόγευμα αποφάσισα να το δω με τα μάτια μου. Δανείστηκα λοιπόν το ποδήλατο του μικρού της κυρά-Μαρίας, με πόνο ψυχής μου το έδωσε ο πιτσιρικάς και μόνο επειδή ήμουν εγώ, μου δήλωσε με στόμφο και ξεκίνησα για το χωριό.

Ακολουθούσα από ώρα το στενό χωμάτινο δρόμο, που ίσα και μετά βίας χωρούσε ένα αυτοκίνητο, όχι πως υπήρχε αυτοκίνητο ή οδηγός που θα το ευχόταν αυτό στον εαυτό του. Οι βροχές του χειμώνα είχαν ξεγυμνώσει μεγάλες πέτρες και μικρές, κάνοντας δύσκολη τη διαδρομή ακόμα και για το ποδήλατο, υπογράφοντας τον ανείπωτο πόνο που θα βίωνε συγκεκριμένο μέρος του κορμιού μου την επόμενη μέρα. Η διαδρομή όμως ήταν μαγευτική. Πιο όμορφη ακόμα την έκανε η άνοιξη, πιο όμορφη ακόμα την έκανε η ώρα του δειλινού, που πλησίαζε. Αγαπημένη ώρα, με το φως το θριαμβευτικό και μυρωδάτο. Οι φωνές των πουλιών -τελευταίες της ημέρας-  σε ζάλιζαν, ψηλά πυκνά δέντρα έκοβαν την μυρωδιά και τον ήχο της θάλασσας κι άλλες μυρωδιές μιας φύσης στα κέφια της γέμιζαν τα ρουθούνια σου, παπαρούνες έσπαγαν τις αμέτρητες αποχρώσεις του πράσινου κι εκείνος, από ώρα στο βάθος του μονοπατιού, λίγα μόνο μέτρα μέσα από το δρόμο, λίγο πριν τη στροφή την αριστερή που έκρυβε τη συνέχεια, ακίνητος, με το κεφάλι στραμμένο προς τα πάνω, όλο και πλησίαζε στα μάτια μου, όλο και έξαπτε την περιέργειά μου.

Η σιλουέτα του, σαν βγαλμένη από μυθιστόρημα, σαν από παλιά, από κληρονομικό δικαίωμα, πάσχιζε μου φάνηκε να ενταχθεί στο τοπίο. Η ζωή που κουβαλούσε, ξένη.

Πλησίασα κι άλλο. Μπεζ υφασμάτινο παντελόνι, γαλάζιο πουκάμισο, μπλε καζάκα, αθλητικά παπούτσια. Καβουράκι με μαύρη κορδέλα, ολόλευκο παχύ μουστάκι σε κόντρα με το ξενόφερτο παρουσιαστικό και μια μαγκούρα παράταιρη, αυθεντική του τόπου αυτή, σίγουρα πρόσφατα προστεθειμένη στην εικόνα.

Έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη του και χωρίς να το ξεδιπλώσει, σκούπισε το μέτωπο, σπρώχνοντας προς τα πίσω το καπέλο του. Και το βλέμμα ακόμα ψηλά! Το ακολούθησα και σάστισα. Και ασυναίσθητα ακινητοποίησα το ποδήλατό μου, σηκώνοντας μικρό σύννεφο σκόνης. Μου το είχαν περιγράψει, μα και πάλι με εντυπωσίασε η εικόνα.

«Καλησπέρα!» ψιθύρισα, λίγο διστακτικά, γιατί κάτι μου έλεγε πως εκείνος δεν ήταν απλώς εντυπωσιασμένος από το θέαμα.

Με κοίταξε για λίγο, μα νόμισα χωρίς να με βλέπει. Τα μάτια του κόκκινα, μα στεγνά. Από τη σκόνη την ανοιξιάτικη; Από το φως; Η ηλικία του προχωρημένη. Η φωνή του βαριά, παράταιρα νεανική.

«Δικό μου ήταν!» μου είπε στο τέλος και σαν να σφίχτηκε το στόμα του.

 

Ο Μανώλης, στον ενικό επέμεινε να του μιλάω, όχι πως μίλησα καθόλου, άκουγα μόνο αποσβολωμένη, ήταν ογδόντα δύο ετών. Τα τελευταία εβδομήντα τέσσερα, τα είχε ζήσει στο Σικάγο, των ΗΠΑ.

«Ήμουν οκτώ… Εκείνο το απόγευμα είχαμε ανέβει από τα σπίτια μας στη θάλασσα, μέχρι εδώ για βόλτα!» Κοίταξε γύρω του! «Είδες; όταν είσαι μικρός όλα σου φαίνονται μεγαλύτερα! Αυτή τη διαδρομή, την είχα στο μυαλό μου, ταξίδι ολόκληρο. Θα είχαμε πάρει και κολατσιό μαζί μας! Δεν είχαμε όμως! Μόνο δυο σύκα ο καθένας, κλεμμένα, που είχαμε λίγο πριν φάει και τώρα το είχα μετανιώσει γιατί κολλούσαν τα χέρια μου! Πέντε τον αριθμό. Όλοι με ποδήλατα. Ο δρόμος αυτός ήταν τότε ένα μονοπατάκι σχηματισμένο από τα ζώα, που ανέβαιναν στο χωριό, πενήντα εκατοστά όλο όλο! Τρανταζόμουνα από τις πέτρες και νόμιζα θα διαλυθεί το ποδήλατο. Μου το είχε φτιάξει ο πατέρας μου δυο καλοκαίρια πριν, από σκουριασμένα μέρη πεταμένων, άχρηστων. Πού τα έβρισκε ακόμα αναρωτιέμαι!» έκανε μια παύση.

«Κι ύστερα πέθανε! Κι άφησε πίσω τη μάνα μου και τα εφτά του παιδιά, τα πέντε κορίτσια…», το τόνισε ο Μανώλης αυτό, «…το ένα μόνο παντρεμένο!».

Κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα, δυο βήματα μακριά και ξαναγύρισε το βλέμμα του στο ποδήλατο.

«Με έπιασε λάστιχο! Εδώ ακριβώς! Τρόπος του λέγειν, λάστιχο. Μια πέτρα, μια στραβοτιμονιά, με έριξε κάτω, μου στράβωσε τη ρόδα…» σήκωσε το δάχτυλό του στο ποδήλατο, χωρίς να το κοιτάξει αυτή τη φορά. Εγώ το κοίταξα. Κρεμόταν στο κενό, ενσωματωμένο με τον κορμό του δέντρου, τρία μέτρα από το έδαφος, με την πίσω του ρόδα στραπατσαρισμένη.

«Δεν μπορούσα ούτε να το τσουλήσω! Τότε ήταν που μας πρόλαβε τρέχοντας η αδελφή μου. Μου έφερνε μήνυμα από τη μάνα μου. Να τσακιστώ να γυρίσω σπίτι, μου μήνυε… Τσακίστηκα! Με πόνο καρδιάς στήριξα το δυσκίνητο πλέον ποδήλατό μου από τον άξονά του σε ένα εξόγκωμα στον κορμό του μικρού δέντρου κι έφυγα τρέχοντας…»

Κόλλησε το στόμα του. Έβγαλα από την τσάντα μου ένα μπουκαλάκι νερό. «Δεν έχω πιει!» του είπα. Το πήρε με χαμόγελο. Ήπιε λαίμαργα. Με τα μάτια κλειστά, λες και προσπαθούσε με το νερό, να σβήσει την κοκκινίλα τους. Όταν τα ξανάνοιξε, είδα πως δεν τα είχε καταφέρει. Συνέχισε.

«Αυτός κράταγε απ’ το χωριό! Η γυναίκα του Αμερικάνα. Πλούσιοι. Δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Τον παρακαλούσε να υιοθετήσουν. Εκείνος δέχτηκε με την προϋπόθεση να είναι ένα φτωχό παιδί από τον τόπο του. Την κουβάλησε από την Αμερική να της βρει παιδί, αφού δεν μπορούσε να της κάνει. Το πιο μικρό και το πιο φτωχό του χωριού. Κι αν είχε και αδέλφια, να μην μείνει άκληρο το σπίτι του, ακόμα καλύτερα …Εγώ! Πληρούσα όλες τις προδιαγραφές. Κι η μάνα μου στην απελπισία της, έκανε να το αποφασίσει ίσα δυο στιγμές. Μπήκα στο σπίτι τρέχοντας, καταβρώμικος και αναψοκοκκινισμένος, ανυποψίαστος, με το νου μου στο ποδήλατο και τη στιγμή που θα επέστρεφα να το πάρω. Ευτυχώς, το είχα στηρίξει καλά!» χαμογέλασε ειρωνικά.

«Μέχρι το βράδυ, είχαμε πάρει το καράβι για Πειραιά. Δεν ξανάρθα! Εβδομήντα τέσσερα χρόνια λείπω. Να σου πω…; Εβδομήντα τέσσερα χρόνια γίνονται σήμερα!»

Σηκώθηκε από την πέτρα και στάθηκε πάλι κάτω από το δέντρο, στην ίδια θέση που τον είχα βρει λίγο πριν.

«Κανένας δεν το πείραξε. Ούτε οι φίλοι μου! Τι να το κάνουν; Στραπατσαρισμένο, σκουριασμένο, ήδη ηττημένο από τη φύση! Είδες; Ό,τι και να της κάνουμε, όσο και να τη βιάζουμε, βρίσκει τον τρόπο να νικάει. Τούτο εδώ όμως το ποδηλατάκι σα να το αγάπησε. Μεγάλωσε γύρω του, το αγκάλιασε, το σήκωσε ψηλά για να βλέπει τη θάλασσα. Το λυπήθηκε γιατί το είχαν τόσο αχάριστα εγκαταλείψει!»

Σώπασε. Με κοίταξε.

«Ευτυχώς, ε;» μου είπε και χωρίς άλλη λέξη, πήρε το δρόμο για το χωριό. Σήκωσε το χέρι του και με χαιρέτησε χωρίς να γυρίσει. Ήξερε πως τον παρακολουθούσα καθώς χανόταν στη στροφή.

Έμεινα κάτω από το ποδήλατο, μέχρι που σκοτείνιασε. Πόσα πολλά ήταν αυτά που ήθελα να τον ρωτήσω! Αμέτρητες ερωτήσεις κι εκείνος δεν μου είχε δώσει την ευκαιρία ούτε για μία. Λες και δεν ήμουν καν εκεί. Λες και στο ποδήλατο την είχε πει την ιστορία. Μια προσπάθεια, έστω και αργά, να δικαιολογηθεί για την εγκατάλειψη. Μια προσπάθεια ίσως να του πει, πως στη ζωή τους είχαν περισσότερα κοινά από τις όμορφες βόλτες τους. Είχαν κι οι δυο εγκαταλειφθεί… είχαν κι οι δυο υιοθετηθεί…

 

Ξαφνικά θυμήθηκα τον ιδιοκτήτη του δικού μου ποδήλατου, που τόσες ώρες θα καθόταν σε αναμμένα καρφιά κι ένιωσα τύψεις. Άναψα το δυναμό και πήρα το δρόμο της επιστροφής για τη θάλασσα. Γύρισα ασυναίσθητα να ρίξω μια τελευταία ματιά. Ίσα που έβλεπα πια τη σκιά του πάνω στο δέντρο. Τα φώτα όμως ενός αυτοκινήτου που πλησίαζε αργά, το φώτισαν, κάπως απόκοσμα, μου φάνηκε.

Οι δεκάδες ερωτήσεις επέμεναν ζητώντας απαιτητικά απάντηση και με στοίχειωναν. Κι όμως τα πράγματα ήταν απλά. Ευχήθηκα ο Μανώλης να είχε αγαπηθεί στη ζωή του, όσο το ποδήλατό του από τούτο το δέντρο. Το ευχήθηκα με όλη μου τη ψυχή!

Η Μαίρη Μανδάλη είναι Συγγραφέας και Πολιτικός Μηχανικός

Facebook:Μαίρη Μανδάλη

Facebook Page:Το φως των πλάνων αστεριών • Μαίρη Μανδάλη

http://www.vassosotiriou.gr/%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CF%81%CE%B7-%CE%BC%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CE%B1%CE%BB%CE%B7/