Αγάπη όπως Ελάττωμα | Της Βασιλικής Μανδηλαρά

Ανοίγεις τα μάτια σου...

Ξύπνησες επειδή υπήρξε άλλη μια ανωμαλία στην αναπνοή σου. Το ρολόι δείχνει πέντε παρά. Νομίζεις. Μπορεί να νομίζεις ότι είναι τόσο, από συνήθεια. Μερικές μπουρμπουλήθρες φεύγουν προς τα πάνω. Μα πού πάνε, αναρωτιέσαι. Και τότε, η επιφάνεια. Υπέρλαμπρη και άπιαστη. Σκάει πάνω της ο ήλιος με βάρος σαν μετεωρίτη. Κι ολόκληρη η ύπαρξή του συσσωρεύεται στο στέρνο σου. Γουρλώνεις τα μάτια, κι ας τσούζει το αλάτι, σαν όραμα αυτός μπροστά σου. Ανοιγοκλείνεις τα μάτια, προσπαθώντας να σιγουρευτείς; Να τον διώξεις; Σε κάθε ανοιγόκλεισμα είναι αυτός εκεί. Άυλος, φτιαγμένος μόνο από θάλασσα και φως. Εκεί, πάνω από την επιφάνεια, να σε κοιτάζει απαξιωτικά, σχεδόν κοροϊδευτικά. Κι εσύ να μην τον φτάνεις. Να μη τον φτάνεις όσο κι αν χτυπάς τα πόδια σου στο νερό. Όσο κι αν απλώνεις τα χέρια σου, πλοκάμια άδεια. Αποκαρδιώνεσαι, εσύ που πάντα ήσουν μαχητής, ξεχνάς πώς να κολυμπήσεις και κάνεις σπασμωδικές, ακανόνιστες κινήσεις. Σφίγγεις τα μάτια. Τίποτα από αυτά δε θα υπάρχει όταν σηκωθείς. Μόνο τέσσερις τοίχοι, ένας μπλε και τρεις μωβ. Κι η επιφάνεια όλο και ξεμακραίνει. Ακούγεται ο πνιχτός θόρυβος από τις σειρήνες. Το νερό τις υπερκαλύπτει αλλά μπορείς να αισθανθείς τον πανικό. Θραύσματα από υποσχέσεις σκορπίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Διασταυρώνονται και σπάζουν εκ νέου και πολλαπλασιάζονται και μπερδεύουν το βλέμμα, ανακατεύουν το μυαλό. Η αναπνοή σου γίνεται πιο γρήγορη, πιο βεβιασμένη, πιο αναγκαστική και εισπνέεις νερό. Γλυκό τσούξιμο στη μύτη, άγρια γρατζουνιά στους πνεύμονες, γροθιά στο στομάχι. Δε χάνεις τις αισθήσεις σου, δε τις χάνεις. Μονάχα μπαίνεις σε όνειρο. Όνειρο μέσα στο όνειρο, ρευστός κόσμος, ελαστικός και επεκτεινόμενος. Υγρός σαν το νερό, γλιστράει μέσα από τα δάχτυλά σου και χάνεται. Ένα παιδάκι στο κατάστρωμα παίζει με ένα κόκκινο-πράσινο γιο-γιο. Κάθε που μαζεύεται το σχοινί, ανάβει πράσινο και κάθε που τεντώνεται, κόκκινο. Συμμετρική ταλάντωση, ακούσια παλινδρόμηση. Πράσινο, κόκκινο, πράσινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο, κόκκινο. Κλαίει. Φανάρια, ασφάλειες κατεβασμένες, παράθυρα, ο λαιμός του, η θέση της. Κόκκινο. Κρεβάτια, αγγίγματα, βλέμματα, τα μάτια του, μέσα στα μάτια της, μέσα στο είναι της, υποσχέσεις. Καθρέφτες, ανταμώματα, αγάπη, φιλιά στο μέτωπο, γαλάζια ξημερώματα, γελάει. Σπάει το σχοινί, ουλή που γίνεται πληγή, αλάτι τη διαπερνάει. Γρήγορη τώρα η βύθιση, γελάει. Ναυάγιο δίχως θησαυρό, στοιβαγμένο στο βυθό, θάλασσα που το προσπερνάει.

Βρίσκεσαι σε όνειρο, ξύπνα, «δε θα σ’ αφήσω μόνη σου ξανά», μα μόνη σου αφήνεσαι, ξημέρωσε στα σκοτεινά. Αγάπη όπως Ελάττωμα.

 

της Βασιλική Μανδηλαρά

https://www.facebook.com/vasw.mand.photography