2060 | Του Spy Tro

Η βαριά πόρτα έκλεισε πίσω μου. Ο φύλακας χάθηκε στο τέλος του διαδρόμου.

Κοιτούσα αυτές τις δέσμες από το απογευματινό φως που ξεχύνονταν από τα μεγάλα παράθυρα. Αυτές οι δέσμες που  χώριζαν λες τα κεφάλαια της ιστορίας, σα να μου έδειχναν το δρόμο, αυτές τις τελευταίες σελίδες που έπρεπε να διαβάζω πριν φύγω: Μια τελευταία μυρωδιά αρχαίας σκόνης να διαπεράσει τα ρουθούνια μου και να τα κλείσει καθώς τραβούσα τον παλιό καφέ τόμο – απομεινάρι μια άλλης εποχής που οι άνθρωποι ήταν ρομαντικοί και εκτύπωναν ακόμη βιβλία.

Για σκέψου !  Αυτό το βιβλίο το δικό μου και κανείς δεν το ήξερε: Αρχαίοι και οι δυο μας, κι όμως αισθανόμουν σαν να το έγραψα χθες, μόλις χθες.

Κοιτούσα τα χέρια μου που το κρατούσαν, γερασμένα πλέον και έκλεισα τα μάτια και τα φαντάστηκα όπως ήταν όταν το έγραφα σε εκείνο το ξεθωριασμένο πληκτρολόγιο. Νέα, δυνατά. Χαμογέλασα – κάθισα σε ένα γραφείο και πήρα την πιο βαθιά ανάσα πριν βουτήξω στη νιότη μου.

-

Δεν ήξερα ειλικρινά αν είχα πεθάνει, δεν ήξερα αν ήταν όνειρο ή παράλληλη πραγματικότητα: Το έχασα και δε με ενδιέφερε.

Ήμουν σε εκείνη την παραλία, χειμώνα,  με εκείνο το γνωστό γκρίζο ουρανό που ήταν από πάνω μου σε όλη μου τη ζωή, εκείνο τον ουρανό τον βαρύ που σου ψιθυρίζει ότι δεν αντέχει άλλο και θα κλάψει σε λίγο.

Κάτι τραγουδούσε ο αέρας, κάτι ζωγράφιζαν τα κύματα αλλά δε δώσαμε σημασία. Περπατήσαμε μέχρι το παλιό σπίτι στην άκρη. Προσπαθούσα μάταια να θυμηθώ πότε ξαναμίλησα με το Δημήτρη, τι είχε γίνει και είχαμε μείνει οι δυο μας εδώ. Δεν ήξερα ούτε πώς βρεθήκαμε, τι άλλαξε, τι μας τοποθέτησε σαν πιόνια σε αυτό το σημείο του πλανήτη. Κάτι μέσα μου έλεγε να μην το παλέψω, να αφεθώ, να αφήσω την ιστορία να ειπωθεί.

Και έτσι έκανα.

Και ξεκινήσαμε να μιλάμε για τα πάντα, για τις ζωές μας, για τους δρόμους που περπατήσαμε, για τα χέρια που μας άγγιξαν, για τα χείλη που αγγίξαμε, για τις χαμένες και ανεκπλήρωτες αγάπες.

Κρατούσαμε τις ψυχές μας σαν ψητούρες με μακριά καλάμια πάνω από τη φωτιά και τις τσουρουφλίζαμε: Να καούν, να σπάσουν να τα πουν όλα να μη μείνει τίποτα στο τέλος παρά μόνο ένα άψυχο κάρβουνο.

_Ώστε συνάντησες το δικό σου Κάτι. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι αυτή την ατυχία. Κάποιοι δεν το συναντούν ποτέ και πεθαίνουν ευτυχισμένοι που δεν έπεσε στο δρόμο τους.

_Δεν είχε μορφή, και αν είχε την ξέχασα: Θυμάμαι μόνο εκείνη την αύρα που με πονούσε παντού, σε κάθε εκατοστό και με έσπρωχνε να γονατίσω, μου φώναζε ότι δεν έχει τίποτα από μένα να αγαπήσει και μετά ξεσπούσε σε γέλια.

_Δε θα έπρεπε να υπάρχουν Κάτι. Δε θα έπρεπε να υπάρχουν, όχι, δε θα έπρεπε να εμφανίζονται στο δρόμο κανενός. Κανείς δεν αξίζει αυτό τον πόνο.

_Κανείς.

Αισθανόμουν που σηκώθηκα και συνέχισα το δρόμο μου με τη μάσκα του χαμόγελου μπροστά στο πρόσωπό μου και πέρασαν χρόνια και έφτασα εδώ και είχα τον καλό μου φίλο να του τα πω όλα εκτός από δύο εικόνες που κράτησα κρυφά από όλους και δεν τις είπα ποτέ σε κανέναν.

Εκείνο το μωβ βαζάκι που ξέχασε να πάρει μαζί της σε εκείνη την παραλία, γιατί απλά τις το είχα δώσει εγώ και όχι κάποιος άλλος και,

Εκείνο το φιλί που δε δώσαμε ο ένας στον άλλο και δεν συνειδητοποίησε ποτέ ότι ήταν το τελευταίο που θα μπορούσε να μου δώσει. Το τελευταίο πριν με χάσει για πάντα. Ούτε και εκείνη τη στιγμή, ούτε και εκείνη, σκέψου.

-

 Περπάτησα αργά με δυο σφιγμένες γροθιές, όσο μου επέτρεπαν τα γέρικα χέρια μου, με ένα φιλί μέσα τους και ένα μικρό μωβ βαζάκι.

Περπάτησα έξω στη μεγάλη πλατεία, κοίταξα τον απογευματινό ουρανό, σήκωσα τις γροθιές μου ψηλά και τις άνοιξα.

Να φύγουν και τα δυο, να πετάξουν ψηλά, να χαθούν να μη τα βλέπω. Τα κράτησα αρκετά, τα κράτησα τόσο καιρό και κανείς δεν ήρθε να τα ζητήσει πίσω.

 

 

Spy Tro on Facebook