ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ της Ελιάνας Περηφάνου

Σε όλους εκείνους που έφυγαν, και σε όλους όσους ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΝ

 

Οι σειρήνες του πολέμου ηχούν σε όλη την πόλη της Λευκωσίας, 5μιση το πρωί. Πετάγομαι από το κρεβάτι σε κατάσταση πανικού, γιατί ποτέ μου δεν τις είχα ακούσει παρά μόνο στις ταινίες. Αυτό που μου φάνταζε τόσο μακρινό, τώρα το ζούσα. Πηγαίνοντας στο παράθυρο να δω τι συμβαίνει, δεν υπήρχε ψυχή στους δρόμους, εκτός από κάτι ξενύχτηδες που γυρνούσαν από την έξοδο τους και εκείνοι που πήγαιναν στη δουλειά τους. Όλα τα φώτα των σπιτιών σβηστά, και η άπνοια του ξημερώματος, απλωμένη ακόμη πάνω στη πόλη. Ήταν της φαντασίας μου ,λοιπόν, ο ήχος των σειρήνων; Πηγαίνω αμέσως στον υπολογιστή, στη δαιμόνια μηχανή αναζήτησης, να δω τι συμβαίνει, αν υπάρχει κάποια αναφορά:

«Λευκωσία: Οι σειρήνες ηχούν και αυτό το πρωινό πένθιμα για να θυμίσουν το έγκλημα που διαπράχθηκε εις βάρος αυτού του τόπου…»

 Το έγκλημα της Εισβολής, γράφει ο Φρίξος Δαλίτης, στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος.

Είχα ακούσει βεβαίως για την εισβολή, έβλεπα και τα αποτελέσματα της κάθε φορά που επισκέπτομουν την Κύπρο, αλλά αυτό δεν το ήξερα. Ήταν 20 Ιουλίου λοιπόν, η ημέρα που σημάδεψε για πάντα, όλους τους Κυπρίους. Νόμιζα πως θα ήταν μια μέρα όπως όλες, αφού όλοι πήγαν στις δουλειές τους και οι ρυθμοί της πόλης δεν άλλαξαν. Έκανα λάθος όμως. Η ζωή συνεχιζόταν κανονικά για ακόμα μια μέρα, όχι όμως μια οποιαδήποτε μέρα. Η θλίψη ήταν καλά κρυμμένη, μα όχι απούσα. Ο χρόνος κύλησε αλλά οι πληγές δεν επουλώθηκαν -αναρωτιέμαι αν ποτέ θα γίνει αυτό-. Τα μάτια όλων ήταν σκυθρωπά, για εκείνους όμως που έζησαν τον Ιούλιο του 1974, το βάρος της θλίψης ήταν αβάσταχτο. Οι μνήμες, όσα χρόνια κι αν πέρασαν πονούσαν. Συναντώ την γειτόνισσα και φίλη, Αγγέλα -της οποίας το χαμόγελο ποτέ δεν φεύγει- να είναι χαμένη σε αυτές τις αναμνήσεις που δεν λησμονούνται. Δεν μπόρεσα να μην ρωτήσω «Τι είναι 20 Ιουλίου για σένα;», ήξερα πως είναι η εισβολή των Τούρκων, αλλά για τον καθένα ξεχωριστά, τι πάει να πει;

20 Ιουλίου 1974, πέντε ημέρες μετά το πραξικόπημα της Κύπρου, η χώρα είναι διχασμένη και ευάλωτη, «κοιμηθήκαμε δύο βράδια εκτός σπιτιού γιατί ήμασταν κοντά στην Αρχιεπισκοπή που ακούγονταν πυροβολισμοί , ήταν μέρος έντονων ταραχών. Τι γινόταν και τι θα γίνει; Μας είχε κυριεύσει το άγχος, η αγωνία. Στις 17 Ιουλίου κοιμηθήκαμε επιτέλους σπίτι και στις 20…» η φωνή της τρέμει, και τα μάτια της χαμηλώνουν. «Στις 5 και μισή το πρωί, ακούγονται οι σειρήνες του πολέμου, πεταγόμαστε από τα κρεβάτια μας, ακούμε αεροπλάνα από παντού, ανοίγουμε το ραδιόφωνο να μάθουμε τι συμβαίνει. Έκτακτα δελτία συνεχώς, οι Τούρκοι εισέβαλαν στο “σπίτι” μας. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε… το ράδιο δεν σταματούσε τα έκτακτα, λέξεις όπως  γενική επιστράτευση, εισβολή, βοήθεια στις εμπόλεμες περιοχές μας “βομβάρδιζαν”. Ήταν πόλεμος, δεν υπήρχαν περιθώρια να κάνεις πίσω από φόβο. Μόνο μέσον επικοινωνίας, το ράδιο, το οποίο μας συμβούλευε να μην φύγουμε από τα σπίτια μας στη Λευκωσία, να μην μπουν οι Τούρκοι σε μια άδεια πόλη. Μαζεύτηκε όλη η οικογένεια στο σπίτι, κοντινοί και μακρινοί συγγενείς, ο ένας να προστατεύει τον άλλον. Ο φόβος, η αγωνία του τι θα ξημερώσει… τα αδέλφια μου στον πόλεμο και ο πατέρας… και η ανάσα των Τούρκων τόσο κοντά μας. Κάθε ήχος από αεροπλάνο, μας έβρισκε να κρυβόμαστε κάτω από τα κρεβάτια, για να αποφύγουμε τυχόν βομβαρδισμούς… ακόμα θυμάμαι αυτούς τους ήχους… χρόνια έκανα να κοιμηθώ χωρίς να τους φοβάμαι. Δεν κοιμηθήκαμε και στις 4 το πρωί πήρα το βανάκι που είχαμε και ξεκίνησα, σύμφωνα με την αστυνομία να εφοδιάζω με ψωμί τους καταυλισμούς των προσφύγων που έφτασαν εδώ και στην Λάρνακα, αλλά και τα στρατόπεδα...» Η διήγηση των γεγονότων, η βουτιά στο παρελθόν που πονάει, μας πήρε ώρες ολόκληρες και πολλά διαφορετικά συναισθήματα πέρασαν από μέσα μας.

Είχα ξεχάσει τι πάει να πει 20 Ιουλίου για την Κύπρο, μέχρι που είδα μάτια πάλι να δακρύζουν.

Δεν ήταν μόνο η Αγγέλα, αλλά όλοι όσοι έφυγαν από τα σπίτια τους, πολέμησαν, βοήθησαν, πόνεσαν, πονούν και θα πονούν, αν δεν ελευθερωθούν τελείως. «Ελπίζω αυτοί που θυσιάστηκαν για την Κύπρο, κάποια μέρα, από εκεί που βρίσκονται να χαμογελάσουν, βλέποντας πως η θυσία τους έπιασε τόπο…» μου τελείωσε την διήγηση και την ευχαριστώ που την μοιράστηκε μαζί μου, όσο επώδυνο και αν ήταν.

Κάποτε έβλεπα παντού το ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ στην Κύπρο, και νόμιζα ότι το καταλάβαινα και ήταν κάπως υπερβολικό… όμως τώρα νιώθω τι πάει να πει ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ και κλείνω με την ελπίδα για ένα ελεύθερο αύριο.

 

Ελιάνα Περηφάνου
Ένας τρόπος να ζήσει αυτά που πέρασαν, ήταν το θέατρο και το σπούδασε θεωρητικά και πράκτικα.  Την παιδική ηλικία όμως ποτέ δεν την ξεπέρασε, γι' αυτό με βοηθό, την φαντασία των μαθητών της, βουτάνε σε κόσμους μυθικούς και αλλοτινά χρόνια. Στον ελεύθερο χρόνο της παριστάνει την βασίλισσα της Αγγλίας.