«Ποιό είναι το όνομα σου;» | Της Ελιάνας Περηφάνου

Ο άνθρωπος πότε είναι μόνος;

 

Όταν δεν υπάρχει κανείς άλλος στο χώρο στον οποίο βρίσκεται;

Όταν κανείς δεν συμμερίζεται τα θέλω, τις σκέψεις, τα συναισθήματα του;

Όταν κανείς δεν τον αποζητά, κανείς δεν τον θέλει, δεν τον ποθεί, δεν τον αγαπά;

Όταν είναι διαφορετικός; Όταν θέλει; Όταν πεθαίνει;

Όταν κάθεται σε μια πολυθρόνα τυλιγμένος με ένα κουβερτάκι στο μπαλκόνι, παρέα με τον ήχο των αυτοκινήτων, αναπολώντας το παρελθόν;

Όταν κλείνεται έξω από το σπίτι και δεν έχει κανέναν να έχει το δεύτερο κλειδί; Πότε;

 

Κάποτε υπήρχε μια κοπέλα, μια αρκετά παράξενη κοπέλα που της άρεσε να πηγαίνει να κάθεται δίπλα σε ανθρώπους…. απλώς να κάθεται, δεν τους μιλούσε… απλώς τους κοιτούσε και όταν το βλέμα τους συναντούσε το δικό της, χανόταν. Δεν συμπαθούσε κάποιον περισσότερο ή λιγότερο, δεν έκανε διακρίσεις ούτε στην ηλικία, ούτε στον τύπο ανθρώπου. Παιδιά διαφορετικά, παιδια-θαύματα, έφηβοι, νέοι, πλούσιοι φτωχοί, έξυπνοι, πονηροί, μεσήλικες που η ζωή δεν τους τα έφερε όπως τα υπολόγιζαν, ή τους έφερε περισσότερα απ’ όσα ζήτησαν , ηλικιωμένοι που είδαν τη ζωή να περνάει και να φεύγει, ανθρώπους με μεγάλη οικογένεια ή με κανέναν…. Αρκούσε να της κάνει κάποιος «κλικ» και τον πλησίαζε, αβίαστα και αθόρυβα.

 

Μια μέρα εκεί που περπατούσε στο δρόμο, βλέπει σε ένα παγκάκι μια γυναίκα καλοντυμένη (στα μαύρα), μεγάλης ηλικίας, προσεγμένη. Φαινόταν πως η ομορφιά ήταν καιρό πάνω της και σιγά-σιγά ξεθώριαζε. Το βλέμα ήταν υγρό και χαμένο, σαν να κοιτούσε το κενό, βυθισμένη στις σκέψεις της δεν κατάλαβε πότε εκείνο το παράξενο κορίτσι έκατσε δίπλα της. Κάθησε μια ώρα μαζί της, δίχως να αλλάξουν κουβέντα. Οι ώρες κυλούσαν, μα οι δύο γυναίκες κάθονταν δίπλα δίπλα, αμίλητες. Σαν η σιωπή να ήταν ένα διάφανο πέπλο που της είχε σκεπάσει και καμία δεν ήθελε να το σηκώσει. Όταν πια νύχτωσε, η μαυροντυμένη γυναίκα σηκώθηκε και χωρίς να γυρίσει, ξεκίνησε να φύγει, όμως λίγα μέτρα πιο κάτω κοντοστάθηκε, σαν κάτι να περίμενε. Τότε η κοπέλα κατάλαβε, σηκώθηκε και χάθηκαν μαζί στο σκοτάδι του δρόμου. Κάθε μέρα, κάθε ώρα και λεπτό ήταν μαζί, πιστή ακόλουθος, σαν σκιά, δίχως να λένε λέξη περιέργως η μια έκανε παρέα στην άλλη, συντροφιά. Καμιά φορά μονάχα τα βλέμματα τους συναντιόντουσαν και έλεγαν όσα δεν είχαν ειπωθεί, χωρίς φωνή.

 

Τα χρόνια πέρασαν, η καθημερινότητα τους ήταν η ίδια, ψώνια μαζί, τηλεόραση μαζί, γιορτές μαζί, γενέθλια μαζί, όλες τις εποχές μαζί, βόλτες μαζί, συνεχώς μαζί. Μια μέρα η ηλικιωμένη (πια) κυρία, κάθεται στην αγαπημένη της πολυθρόνα, με τα πολύχρωμα χρυσοκέντητα μαξιλαράκια της –που είχαν κεντήσει τα Χριστούγεννα- για να δει την αγαπημένη της εκπομπή και να «πάρει» τον μεσημεριανό της ύπνο. Αφού τελείωσε η εκπομπή, που την είχε κάνει να γελάσει με την ψυχή της και ετοιμαζόταν να βολευτεί καλύτερα για να κοιμηθεί, γυρίζει και κοιτάζει την παράξενη κοπέλα που ξεφύλλιζε ένα παλιό άλμπουμ με φωτογραφίες. Χαμογελάει και την ρωτάει για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια « Ποιό είναι το όνομα σου;», η κοπέλα αφήνει το αλμπουμ, της απαντά χαμογελαστά «Μοναξιά» και σηκώθηκε, την πλησίασε, και ξάπλωσε το κέφαλι της στην ποδιά της κυρίας. Εκείνη συγκινημένη της χάϊδεψε τα μαλλιά και έκλεισε τα μάτια της.

 

(Για εκείνη την μοναχική γιαγιούλα στο απέναντι μπαλκόνι, που τυλιγμένη με την κουβέρτα της, κάθε απόγευμα στις 7 ακριβώς καθόταν στο μπαλκόνι της, αγναντεύοντας το κενό, μοναχή της, παρέα με τον θόρυβο της Κορίνθου και το δικό μου βλέμμα.)

 

Η Ελιάνα Περηφάνου ένας τρόπος να ζήσει αυτά που πέρασαν, ήταν το θέατρο και το σπούδασε θεωρητικά και πράκτικα. Την παιδική ηλικία όμως ποτέ δεν την ξεπέρασε, γι' αυτό με βοηθό, την φαντασία των μαθητών της, βουτάνε σε κόσμους μυθικούς και αλλοτινά χρόνια. Στον ελεύθερο χρόνο της παριστάνει την βασίλισσα της Αγγλίας.


Link:Ελιάνα Περηφάνου

test